Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Ο μικρός Αρτέμιος, είναι ένα ζωηρό παιδί, του οποίου οι γονείς, δεν του έδιναν χάπια, για να παραμένει ήρεμο.

Ο Αρτέμιος ζούσε σ’ ένα νησί, στη Μεσόγειο, σε πόλη, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Αγαπούσε την ιστορία, και τις καλές, δημοσιογραφικές εκπομπές –περίεργο για την ηλικία του. Ένα πάθος για ενημέρωση, που του είχε μεταδώσει ένας θείος του, όντας αρθρογράφος εκείνος, σε μια ανθρώπινη εφημερίδα.

2 Απριλίου. Γύρω στη μία τα ξημερώματα.

Το μικρό αγόρι, κρυφά, ανοίγει την τηλεόραση στο σαλόνι. Προβάλλεται ένα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο στο Ιράκ. Για το καθεστώς στη χώρα εκείνη, του Σαντάμ, ο οποίος δεν έδινε πίσω, τα χρήματα που είχε δανειστεί το Κράτος του, από το Κουβέιτ. Ως αντίποινα, ο Σαντάμ, για να δοθούν περισσότερα δάνεια, εισέβαλε στη γείτονα χώρα. Ο Αρτέμιος παρακολουθούσε τώρα, τη φρίκη του πολέμου, όπως δεν την γνώριζε κανένας. Καμένα κορμιά, παραμορφωμένα. Καταστροφές. Η τρέλα του πολέμου, σ’ ένα τόσο δα, μικρό, κουτί, που ονομάζεται, δέκτης τηλεόρασης.

3 Απριλίου. Ξημερώματα.

Το μικρό αγόρι βλέπει στον ύπνο του, πως βρίσκεται πίσω από ένα οπλοπολυβόλο. Έχει την αίσθηση, πως είναι ενήλικας. Ρίχνει καταπάνω σε ανθρώπινα, με τη σειρά τους, άλλοτε, ζωντανά, σώματα. Εννοεί στα τρίσβαθα της νόησης του, τι πράττει εκείνη τη στιγμή. Τι παραφροσύνη! Ευτυχώς ξυπνά, γιατί πρέπει να πάει τουαλέτα. Το σοκ του είναι μεγάλο. Θαρρεί πως ενηλικιώνεται, πριν της ώρας του.

Το μικρό αγόρι θυμάται τον τελευταίο πόλεμο, με τα μαχητικά, αεροπλάνα, των συμμάχων, να πετούν πάνω απ’ το νησί, κατευθυνόμενα προς τα απέραντα εκτάρια, ξένης γης, όπου μαινόταν η σύρραξη. Η νέα εξόντωση του Ιράκ, που βαπτίστηκε απελευθέρωση. Ύστερα ήρθε το εμπάργκο. Άνθρωποι, αληθινοί άνθρωποι, πέθαιναν αβοήθητοι στα νοσοκομεία, χωρίς φάρμακα.

Ο μικρός Αρτέμιος, θαρρείς μεγάλωνε, χωρίς να το θέλει. Σ’ έναν κόσμο που δεν επιθυμούσε ταξικά! ορισμένα Κράτη. Αφανίζοντας, με την ίδια ένταση που κατείχαν οι κινητήρες των μαχητικών, που έσκιζαν τον ουρανό, πάνω απ’ το κεφάλι του, φεύγοντας. Επιστρέφοντας στην ηπειρωτική χώρα. Στη σιγουριά.

Οι γονείς του απέφευγαν να του μιλήσουν, σχετικά. Κοιτούσαν τον εαυτούλη τους, μα χαίρονταν κατά βάθος, που αν και ζωηρό παιδί, αγαπούσε τα γράμματα.

Μια μέρα, παλαιότερα, το μικρό αγόρι ρώτησε τον θείο του, γιατί γινόταν πόλεμος. Η απάντηση που έλαβε, ήταν η εξής: «Μη μείνεις Αρτέμιε, μόνο, ότι αυτός ο κόσμος κυβερνάται από μετόχους. Δες τον πόλεμο, σα να βαράνε τέσσερις, μια ανυπεράσπιστη αγελάδα, για να βγάλει περισσότερο γάλα».

«Η γελάδα είναι ο κόσμος; Έτσι δεν είναι;», ρώτησε το αγόρι.

Ο θείος κούνησε καταφατικά το κεφάλι, προσθέτοντας: «μη το σκέφτεσαι, όμως, γιατί δεν πρόκειται να κάνεις, ποτέ, τίποτα, στη ζωή σου».

Το μικρό αγόρι, άρχισε να μπερδεύεται.

Τότε γιατί οι άνθρωποι, διαδήλωναν για την ειρήνη; Αν και το έπρατταν σπανίως. Τελικά είχε δίκιο ο θείος του, σκέφτηκε. Οι άνθρωποι την αδιαφορία, την ονομάζουν λογική.

Έπεσε ξανά, για ύπνο.

Ευχήθηκε να μη δει, άλλο άσχημο όνειρο.

Τι είναι πιο χειρότερο, ήταν η τελευταία του, προς το παρόν, σκέψη: να είσαι παιδί ή να ‘χεις μυαλό παιδιού, ως ενήλικας;

Τούτο ήθελε σκέψη.

Οπωσδήποτε.

Ένα βράδυ που η μαμά έπλενε τα πιάτα, ο μικρός Αρτέμιος την πλησίασε, ρωτώντας την, γιατί οι άνθρωποι πάνε τόσο εύκολα, κάπου αλλού, για να σκοτώνουν ανθρώπους.

Απάντηση, φυσικά, δεν έλαβε, γι’ αυτό κατέφυγε ξανά, στη μόνη πηγή, που πάντοτε, με χαρά, τον άκουγε, δίνοντας έστω, αυτές τις πρόχειρες, όσο και αυθόρμητες, απαντήσεις.

Σχημάτισε τον αριθμό στο σπίτι του θείου του.

Αυτόματα θυμήθηκε μια φορά, που είχαν πάει, όλοι μαζί, και οι τέσσερις τους, για μπάνιο, παραθαλάσσια του χωριού –καταγωγής, πατέρα, θείου. Συνάντησαν τότε, ξανά, την παραλία με τον ρηχό πάτο, όπου έπρεπε να περπατήσουν αρκετά μέτρα, έως ν’ αρχίσει να βαθαίνει κανονικά, η θάλασσα. Ο θείος του, τότε, είχε πει: «τόσος χώρος χαμένος».

Τι εννοούσε; Ρώτησε ο ανηψιός, και η απάντηση που έλαβε, ήταν: «θα μπορούσαν να ρίξουν ελάχιστο χώμα, από πάνω, έως εκεί που βαθαίνει, κανονικά, απότομα δηλαδή, η θάλασσα, φυτεύοντας κάτι». Ή χτίζοντας μερικά σπίτια; Ρώτησε ο ανηψιός. «Δε φοβάσαι τα τσουνάμι, εσύ;», του χαμογέλασε ο θείος.

«Λοιπόν, θείε, γειά σου, σου είπα; Ναι, καλά είμαι. Όχι, βαριέμαι να είμαι ζωηρός, σήμερα. Ναι θείε, πλάκα σου κάνω, μα πες μου κάτι. Γιατί οι άνθρωποι πάνε τόσο εύκολα, αλλού, και σκοτώνουν, χωρίς δεύτερη κουβέντα;».

Ο θείος από την άλλη άκρη της γραμμής, έξυσε το κεφάλι του, μήπως βρει μια ακόμη, αυθόρμητη, απάντηση. Σχεδόν αμέσως, μίλησε: «Πιστεύω, πως αυτοί οι στρατιώτες, δεν έχουν τίποτα που να τους σταματά. Είναι τελείως ελεύθεροι. Αρκεί να καταφέρνουν να εξοντώνουν μια παρουσία, όταν ένα δάκτυλο, δείχνει, ποιον, που».

«Πληρώνονται;», ρώτησε ο ανιψιός.

«Είναι ένα ζωντανό σόου. Ένα ριάλιτι. Απλά οι ψήφοι, για να παραμείνουν εκεί, αυτοί που επιβάλλουν κατοχή, σε μια ξένη χώρα, προέρχονται, απ’ όσους διοικούν το κέντρο ευεξίας, των μετόχων. Οι οποίοι επενδύουν τα χρήματα τους, σε σταθερές μετοχές. Όπως ο πόλεμος. Οι πρώτες ύλες που κλέβονται ή μπαίνουν προς εκμετάλλευση, από την εταιρεία. Τους μετόχους της».

«Τότε ποιος κυβερνάει;», ρώτησε ο μικρός Αρτέμιος.

«Δεν ξέρω να σου πω, γι’ αυτό. Εσύ πάντως, φρόντισε να έχεις τ’ αυτιά σου, ανοιγμένα».

Ο μικρός Αρτέμιος, προσπάθησε για άλλη μια φορά, μεταξύ του να είναι ζωηρό και ανέμελο παιδί, επίσης, μια ψυχή, που οι γονείς του, δεν πρόσφεραν απαντήσεις. Για να μη το βάζουν σε πειρασμό: να τους ελέγχει, ώστε αυτοί να μάθουν να υπάρχουν, φερόμενοι αποδοτικότερα. Ως γονείς.

Άραγε ένας μεγάλος που ‘χει ξεχάσει ότι υπήρξε παιδί, φέρεται ως να ξεχνά την ευθύνη να είναι ενήλικας; Ή μήπως θα ήταν καλύτερο, ο ενήλικας να ‘χει μυαλό, μικρού παιδιού, μήπως σταθεί πιο αυθόρμητος και καλόκαρδος, στις δυσκολίες;

Να είμαι παιδί, που αρέσκεται στη γνώση, κυρίως παιδί όμως, ή να αισθάνονται οι γονείς, παιδιά, μήπως εννοήσουν τις όποιες ανάγκες;

Ισορροπήσουν με το γέννημα-θρέμμα τους;

Δύσκολοι συλλογισμοί.

Πρέπει να βγω στο μπαλκόνι, να σκεφτώ, είπε από μέσα του. Εκεί που βρίσκονταν οι γλάστρες της γιαγιάς, παρέα μ’ εκείνες της μαμάς, λιγοστές, σε κάποια γωνία.

Αλήθεια: τι αρμονία, τι ειρήνη, έχουν ετούτα τα φυτά, τα λουλούδια, μεταξύ τους.

Δεν προσπαθούν να εξοντώσουν το ένα το άλλο.

Ο μικρός Αρτέμιος χαμογέλασε, επιστρέφοντας στο κόμικ που είχε αφήσει στο σιδερένιο, στρογγυλό, τραπεζάκι, του μπαλκονιού. Επανακάμπτοντας η φαντασία του, μ’ ένα μικρό παράπονο: γιατί δεν υπάρχουν Έλληνες ήρωες, κόμικ. Αλήθεια, τι κόμικς θα σχεδίαζε κάποιος, αν έβαζε να επικοινωνήσουν, οι άνεργοι με τους εργαζόμενους. Οι πλούσιοι, με ποιους άραγε. Πιθανόν με τα ζώα. Ω, και πόσα θα ‘χαν να πουν τα ζώα, με τους ανθρώπους.

Οι αγχωμένοι άνθρωποι. Αγχωμένοι ενήλικες; δε λες. Κυρίαρχοι στην πόλη, ακόμη και σ’ ετούτο το νησί, που σφύζει από φυσική ζωή, και ήχους πάμπολλων πουλιών.

Αφήνουν για λίγο τη ξηρά, ψάχνοντας στη θάλασσα, για τροφή και ανθρώπους. Ανθρώπους, που ‘χουν ξεχάσει τι θα πει, φαύλα κίνηση και θόρυβος. Μακριά στις μεγάλες πόλεις. Μ’ όλες τις διαφημίσεις. Τις επιγραφές Νέον. Τις Porsche, παρκαρισμένες ανάμεσα σε φτηνά μεροκάματα. Μανιασμένος σα κύμα, ολοένα, βίος. Φρίκη.

Ο μικρός Αρτέμιος έκλεισε γι’ άλλη μια φορά, τα μάτια, βλέποντας τον άνεμο να ‘χει ορμή, όπως συνήθως. Άραγε, το κρυφό του όνειρο, θα πραγματοποιούνταν;

Όνειρο σημαίνει, ελεύθερος χώρος.

Αλήθεια οι ενήλικες θέλουν να χτίζουν παντού. Κυρίως όπου δεν τους ανήκει ο χώρος. Οι μεγάλοι είναι μόνο το σώμα τους. Εμείς τα παιδιά, ενωμένοι με το σύμπαν ολόκληρο.

Χαμογελά.

Αυτό έπρεπε να το συζητήσει με την Ουρανία, την κοπέλα, από μια άλλη τάξη, στο ίδιο σχολικό συγκρότημα, του δημοτικού, που ‘χε γνωρίσει σ’ ένα διάλειμμα.

Μεθαύριο το απόγευμα, θα έσερνε τη μάνα του, ως το σπίτι της συνομήλικης φίλης του. Για να διαβάσουν. Και φυσικά να τα πουν, μεταξύ τους.

Υπομονή Αρτέμιε.

Μιάμιση μέρα ακόμα.

«Σήμερα πρέπει να κοιμηθείς νωρίς, φώναξε η μητέρα του, απ’ το σαλόνι. Αύριο είναι Δευτέρα. Έχεις σχολείο».

Άσε με να χαρώ λίγο, που ‘μαι παιδί, συλλογίστηκε εκείνος, ακουμπώντας ψηλότερα, τα πόδια, στα κάγκελα του μπαλκονιού.

5 Απριλίου.

«Ακούς εκεί, Απρίλη μήνα, να βρέχει! Το πιστεύεις, Ουρανία;».

«Δεν είναι ωραία; Εμένα μ’ αρέσει».

«Και μένα. Πως. Αλλά Απρίλη μήνα. Ποιος το περίμενε. Η μάνα μου έχει τα νεύρα της. Τι ρούχα θα φορά κάθε μέρα. Ανοιξιάτικα. Χειμωνιάτικα».

«Τι να πω της μαμάς, να σου φτιάξει; Ένα σνάκ».

«Σνάκ. Άκου κει, σνάκ. Είσαι χαριτωμένη».

«Κι εγώ σ’ αγαπώ».

«Χαζούλα». Ο Αρτέμιος χαμογελά. «Δε θα ‘λεγα όχι, για ένα τόστ. Κάντα δύο, που μ’ αρέσουν».

«Αναψυκτικό;».

«Μπα, όχι. Ο θείος μου, λέει, πως προκαλούν καρκίνο. Εκείνος τα ονομάζει: λάδια αυτοκινήτου. Έχει γούστο πάντως. Μου μοιάζει».

«Τι κάνουν τα παιδιά μου; Καλά;», χώνει το πρόσωπο της, στη σχισμή της μόλις, ανοιχτής πόρτας, του δωματίου της μικρής, η μητέρα της. Τα παιδιά χαμογελούν.

«Τι να κεράσω;» επιστρέφει η μεγαλύτερη σε ηλικία, το χαμόγελο.

«Λάδια μηχανής», μιλά η μικρή.

«Τι έκανε λέει;», ξαφνιάζεται η μάνα.

«Ένα δικό μας αστείο».

«Ωραία. Έρχεται». Αφήνει πάλι, τα παιδιά, μόνα.

«Μ’ αρέσει η μαμά σου».

«Μου το ξανάπες».

«Φαίνεται, όντως, Ουρανία, πως είναι ευχαριστημένοι, μαζί σου».

«Απλά δεν τους στεναχωρώ».

«Γιατί, θα ‘πρεπε;».

Εμφανίζεται ξανά, η μητέρα: «βάλτε κάνα cd, ν’ ακούσετε μουσική. Μην είστε στα μουγγά».

«Ποιο cd, καλέ μαμά; Mp3 player, το λένε τώρα».

«Καλά, γλυκιά μου. Τα νέα παιδιά. Δε τα προλαβαίνεις, πια».

«Δεν είναι περίεργη, Αρτέμιε. Απλά της αρέσει να νοιάζεται».

«Είναι κι αυτό, μια ασχολία. Όχι σαν τους δικούς μου».

«Έχεις πρόβλημα;».

«Πρόβλημα; Όχι. Απλά μ’ αφήνουν στην ησυχία μου».

«Περίεργο, με το ζωηρό χαρακτήρα, που έχεις».

«Η λογική: ότι δε μπορείς να ελέγξεις, άστο ελεύθερο».

«Που το διάβασες πάλι, αυτό;».

«Σ’ ένα άρθρο του θείου μου, στην εφημερίδα».

«Πολύ σ’ επηρεάζει αυτός ο άνθρωπος».

«Είναι καλός. Αλλά όπως λένε και στο κουτί, ο καλός καλό, δεν έχει».

«Έχεις δίκιο. Με συγχωρείς». Η μικρή βγαίνει από το δωμάτιο, προσωρινά.

Ησυχία.

Ο μικρός Αρτέμιος, σκέφτεται, πως τα αγόρια της τάξης του, θα τον κορόιδευαν, αν μάθαιναν, πως η Ουρανία, ήταν η μόνη του επαφή, εκτός σχολείου. Μπορεί να του βγάζανε κι ονομασίες.

Ο Αρτέμιος αγαπούσε το μπάσκετ. Αναπτυσσόταν βέβαια, το σώμα του. Δημοτικό όμως, ακόμα. Μικρό παιδί, πράγμα.

Ο γνωστός ρατσισμός, για τα χαρισματικά παιδιά, μεταξύ συμμαθητών.

Αυτόματα, το μικρό αγόρι, θυμήθηκε εκείνο το άλλο παιδί, σε μια επαρχία, στην ηπειρωτική χώρα, όπου κάποια κακοποιά στοιχεία-παιδιά, θεώρησαν σωστό, αφότου περιθωριοποίησαν, τον χαρισματικό συμμαθητή τους, κάποια στιγμή, να το απαγάγουν, αφαιρώντας το δικαίωμα, από έναν νέο άνθρωπο, να μεγαλώσει. Ένα τραγικό τέλος. Παύση στην εκμετάλλευση, μεγαλώνοντας, των ταλέντων.

«Άρχισε πάλι να βρέχει», διέκοψε τις σκέψεις του, η μικρή Ουρανία, εισερχόμενη στο δωμάτιο. Κρατούσε μια πιατέλα, με τέσσερα τοστ, φυσικό χυμό, στυμμένο, πορτοκαλάδας, και κουλουράκια.

«Όλα για μένα, είναι αυτά;», πείραξε τη φίλη του.

«Αν θέλεις να παχύνεις».

«Μπα. Τότε δε θα μπορώ να παίξω μπάσκετ».

«Τα μισά είναι δικά σου. Απλά φρόντισε να τα αδειάσεις, μέσα σου, γιατί υπάρχουν και παιδιά, που πεινούν».

Τώρα πια, είναι σιωπηλά. Ακούν μουσική. Μασουλάνε.

«Η μαμά είπε να διαβάσουμε, μετά».

«Ιστορία;», τη ρωτά το αγόρι.

«Ο καθένας, τα δικά του».

«Αφού είναι αναγκαίο», συμφωνεί το αγόρι.

Περίπου, μετά από 25 λεπτά, η μικρή ρώτησε τον συμμαθητή της, από το ίδιο σχολικό συγκρότημα: «Κοιμάσαι καλά; Που μου λες τελευταία».

«Όχι και τόσο».

«Ίσως θα ‘πρεπε να μη βλέπεις τόσες ειδήσεις ή να χάνεις το χρόνο σου, με τις εφημερίδες, αφού σ’ επηρεάζουν».

«Ο θείος μου, είπε: οι εφημερίδες είναι εκείνες, που φωτίζουν το παρασκήνιο των γεγονότων».

«Μιλάς, λες κι είναι, πατέρας σου».

«Έχει γούστο. Μιλά σωστά. Αν και τα λέει, από τη θέση των μεγάλων».

«Το κάνουν αυτό, έτσι δεν είναι;».

«Έχουν ξεχάσει ότι υπήρξαν, παιδιά».

«Τι να σου πω, Αρτέμιε. Μερικές φορές, εύχομαι εμείς τα παιδιά, να ‘χαμε μαγικές δυνάμεις, μήπως, μας πρόσεχαν».

«Μήπως σέβονταν, τι κόσμο, μας παραδίδουν», τόνισε εκείνος, με παιδική αφέλεια. Και συνέχισε: «Εμείς τα παιδιά, είμαστε ενωμένοι με το σύμπαν, αν έχεις δει, τι ήρεμο που είναι το διάστημα».

«Και αθώο», τον διέκοψε.

«Η παιδική καρδιά, Ουρανία. Είμαστε το κάτι άλλο», χαμογέλασε διάπλατα.

«Μη μου πεις ότι διάβαζες, πάλι, τον Αλχημιστή;», τον πείραξε.

«Διαβάζω, ναι. Εξοσχολικά!», απάντησε, πέφτοντας με τη πλάτη, στο κρεβάτι, παρατώντας το σχολικό βιβλίο.

«Απ’ ότι φαίνεται, Αρτέμιε, οι μεγάλοι, το ‘παθαν το blackout, απ’ τη πολύ επιστημονική ανάλυση, στο καθετί. Θα ‘πρεπε, νομίζω, να θυμηθούν, πως ήταν παιδιά, διαβάζοντας μόνο, παιδικά βιβλία».

«Μήπως αποκτήσουν χιούμορ, εννοείς».

«Και κέφι. Τους έχεις δει, τι μουρτζούφληδες, που κυκλοφορούν, έξω».

«Ο θείος μου, θα έλεγε, περίπου, αυτή τη στιγμή, αν σε άκουγε: η ζωή είναι ένας απέραντος λαβύρινθος, για τους μεγάλους. Χάνονται στις ανάγκες τους, κι όταν πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, σαστίζουν, κι αντί ν’ ανταλλάξουν πληροφορίες, πώς να βγουν απ’ το αδιέξοδο, εξακολουθούν, μόνοι, χτυπώντας τα μούτρα τους, σε τοίχο».

«Που πας και τα σκέφτεσαι, όμως».

«Ακούω συζητήσεις», έφτασε η φωνή της μητέρας, της μικρής, πίσω από την πόρτα.

«Για το μάθημα, μιλάμε», φωνάζει η μικρή.

Ο Αρτέμιος χαμογελά, τοποθετώντας τη παλάμη στο στόμα, για να συγκρατήσει το γέλιο.

Την επομένη, ήταν απογευματινός, οπότε κάθισε να γράψει την έκθεση που είχε παραγγείλει στα παιδιά της τάξης του, η δασκάλα: Τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όρεξη που την έχουν, να μας ανακρίνουν, συλλογίστηκε ο Αρτέμιος. Τέλος πάντων. Μια ψυχή που ‘ναι να βγει.

Γράφει: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ξέρω, καλά, τι είναι. Μιας κι εμάς, μας συνδέει με την ηπειρωτική χώρα, το ίδιο, αργό, φέρυ, το οποίο δεν ταξιδεύει, με πολλά μποφόρ. Οπότε σ’ εμάς, δεν άλλαξε τίποτα. Πέρα από αυτό που είπα, ότι μπορεί να μείνουμε χωρίς ψωμί, για μέρες. Και άλλα είδη, που ακούω τους μεγάλους, να παραπονούνται. Το κακό της θαλασσοφουρτούνας».

Θαλασσοφουρτούνα. Χαμογέλασε. Ωραία λέξη. Πρωτότυπη. Υπάρχει άραγε.

«Είναι και το νέο νόμισμα, το Ευρώ, που όπως λέει κι η μαμά, κακός μπελάς στο κεφάλι μας. Εκεί που παίρναμε τα πράγματα, τώρα πρέπει να αγοράζουμε δύο. Να μη πω, κιόλας, στην τιμή του ενός, έτσι που ακρίβυναν, όλα, στο νησί.

Έχω μια απορία:

Αφού ιδρύσανε την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να μην πολεμάμε μεταξύ μας, όπως η κακή τύχη, κατά τον Β’ παγκόσμιο, πόλεμο, γιατί στέλνουν στρατεύματα, εκτός Ε.Ε;

Δεν είναι κρίμα κι άδικο, να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι, σε καιρό ειρήνης, εκτός Ε.Ε; Ή λέω αφέλειες».

Τώρα αυτό με τις αφέλειες, μήπως πρέπει να το σβήσω;

Η δασκάλα λέει να μη συζητάμε, όταν γράφουμε.

Ο θείος μου θα την έλεγε, φασίστρια, που δεν αφήνει τα παιδιά, να εκφράζονται όπως θέλουν.

«Εμείς τα παιδιά, αισθανόμαστε παράταιροι, στην Ε.Ε σας».

Έξυσε το κεφάλι του. Έπρεπε να βρει κάτι καλό για τη συνέχεια.

Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα του. Την ώρα, δε, που του χάιδεψε το κεφάλι, ο Αρτέμιος, με μια απότομη κίνηση, διέκοψε την στοργή που ήθελαν να του παραδεχτούν. Η μητέρα του, έφυγε κατόπιν, χωρίς να πει κάτι, κλείνοντας πίσω της, τη πόρτα του δωματίου.

Ο μικρός συνέχισε να γράφει: «Δε μας μαθαίνουν ιστορία, πια, λέει ο θείος μου, άρα πώς να ξέρω, εγώ, μικρό παιδί, πράγμα, π.χ. αν οι Ισπανοί είχαν παλιά, εχθρότητες, με τους Πορτογάλους. Οι Ιρλανδοί, με τους Άγγλους.

Σήμερα συζητάνε, νομίζω, ότι στην Ε.Ε. κάποια στιγμή, θα συμπεριληφθεί κι η Ρωσία.

Παλαιότερα, ο θείος μου, μου είπε κάτι, περί αυτού. Λίγα συγκράτησα: Το ΝΑΤΟ δε θα το επιτρέψει, μιας και το ΝΑΤΟ, το διοικούν οι Αμερικάνοι. Τότε εγώ τον ρώτησα: Αφού οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται στον χάρτη της Ε.Ε. τότε, τι θέλουν από την Ε.Ε; η οποία ανήκει, με στρατεύματα της, στο ΝΑΤΟ; Ο θείος μου, είπε, να μην απασχολώ το μυαλό μου, με τέτοιους επικίνδυνους συνδυασμούς, σκέψεων. Να μένω στα μαθήματα μου.

Περίεργο, γιατί ο θείος μου, έχει γνώσεις περί ιστορίας, επειδή διαβάζει, μόνος του. Μου φαίνεται, πως μόνο διαβάζει. Τον πάω, όμως. Έχει γούστο.

Στο θέμα μας. Συγνώμη.

Το καλό με την Ε.Ε. είναι, πως δεν απαιτείται, πια, διαβατήριο, σφραγίδες, κλπ, για να ταξιδέψεις, όσοι έχουν χρήματα, δηλαδή. Βέβαια είναι πιο εύκολο, πιστεύω, επομένως, το λαθρεμπόριο. Μιας και κάποιος έξυπνος, μπορεί ν’ αφήσει σε κάποια παραλία, ναρκωτικά, όπλα, χαλασμένες τροφές, για σκύλους ή παιδιά. Σκεφτείτε μόνοι σας, τι κακά, παράγονται, από τέτοιες καταστάσεις.

Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω, με την Ε.Ε: Δεν θα ‘πρεπε να διοικεί το ΕυρωΚοινοβούλιο, όλες τις χώρες, μαζί; Τι τους θέλουμε τους εγχώριους υπουργούς, και πρωθυπουργούς; Αρκετά δε μισούμε οι ίδιοι, το λαό μας;

Δύσκολο θέμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι είναι.

Παιδί είμαι. Τι να ξέρω.

Ένα αθώο παιδί, εσείς οι μεγάλοι, το κάνετε ότι θέλετε.

Κάπως έτσι αισθάνεται και η φύση, η οποία όμως, αντιδρά, πλέον.

THE END».

Χαμογέλασε με αυτό το: The end, στο τετράδιο έκθεσης.

Πιθανόν να μην άρεσε στη δασκάλα, μα ο μικρός Αρτέμιος, ήταν πάντα, αυθόρμητο παιδί. Γεμάτο ζωντάνια.

Το επόμενο πρωί, στο σπίτι της Ουρανίας.

Η μικρή κλαίει με αναφιλητά, παρακολουθώντας σ’ ένα οικολογικό κανάλι, όλο το μαρτύριο, ορισμένων ειδών, ζώων, που προορίζονται για το πιάτο του καταναλωτή.

Αγελάδες που κρέμονταν από τσιγκέλια, απ’ τα πίσω τους πόδια, με όλο τους το βάρος, ενόσω ταλαντεύονταν, σπαρταρώντας. Με έναν άντρα, να τους μπήγει στο λαιμό, κάτι αιχμηρό. Το αίμα να φεύγει. Μαζί και η ζωή του ζώου, αργά και βασανιστικά. Άλλες εικόνες: συστήματα επιβολής, σε τσίρκο, στα ζώα, στα παρασκήνια, με ξύλο, ηλεκτροσόκ, προκειμένου η φυσική τους αντίσταση στον κίνδυνο, να βρίσκεται διαρκώς, σε ακαμψία. Να μην αγριεύουν. Αντ’ αυτού να εκτελούν αφύσικα κόλπα, αργότερα, στο κέντρο της σκηνής, μέσα στη πελώρια τέντα, με τους θεατές να χειροκροτούν. Αγνοώντας τι πέρασαν τα ζωντανά, όταν κανείς, δεν κοιτούσε.

Στο σχολείο, η μικρή είναι ακόμη, καταβεβλημένη. Αναφέρει τι είδε, στον Αρτέμιο. Εκείνος την παρηγορεί, λέγοντας της: «θέλουν να τα κάνουν, ανθρώπους».

Την νύχτα στον ύπνο του, βλέπει το εξής όνειρο.

Σημειώνει σ’ ένα χαρτί, κάτι: Αν βλέπουν τα ζώα ως ανθρώπους, παρόλ’ αυτά, “τους” βασανίζουν, χωρίς να διώκονται από κανέναν. Τότε τι θα κάνανε, στους ίδιους τους πραγματικούς ανθρώπους, αν ήταν ικανοί να επιβάλλονται, βίαια, ο ένας στον άλλο;

Το όνειρο, συνεχίζεται.

Αυτόματα μεταφέρθηκε έξω από τη τέντα του τσίρκου. Μια περίεργη, άσχημη, μυρουδιά, έφτασε στα ρουθούνια του μικρού αγοριού. Μόνο η τέντα υπήρχε, σ’ εκείνο το χωράφι. Τα δέντρα βρίσκονταν διάσπαρτα, στα γειτονικά κτήματα. Καμία άλλη κατασκευή, ούτε μακρύτερα, εκεί που έφτανε το μάτι. Κάποιο σπίτι. Καλύβα, μήπως; Τίποτα, τίποτα σου λέω.

Ο μικρός περπάτησε ως την είσοδο της τέντας.

Ένας σκύλος τον σταμάτησε. Ο Αρτέμιος, έκανε να τον χαϊδέψει.

Ο σκύλος, τότε, ενοχλημένος, μίλησε: «Σας γνωρίζω, παρακαλώ; Μου είστε κάτι;». Το μικρό αγόρι ξαφνιάστηκε.

«Θέλω απλά να μπω, μέσα».

«Αλήθεια, δε ξέρετε, πως τέτοιες χειρονομίες, θεωρούνται παρενόχληση; Αλήθεια, απορώ, τι ανατροφή λάβατε!». Ο σκύλος γύρισε να φύγει, προς το εσωτερικό της πελώριας τέντας. Το αγόρι ακολούθησε τον σκύλο που μιλούσε! Εκείνος απότομα, γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω.

«Που πάτε, παρακαλώ;».

«Μέσα».

«Έχετε εισιτήριο;».

«Είμαι ανήλικος».

«Τούτο σημαίνει κάτι. Όλοι οι άνθρωποι, ίδιοι είσαστε».

«Εγώ αγαπάω τα ζώα», μίλησε αυθόρμητα, το αγόρι.

Ο σκύλος με μια μικρή ειρωνεία, στο πρόσωπο, είπε:

«Καλά τότε. Περάστε».

Το μικρό αγόρι ακολούθησε τον σκύλο, ο οποίος όμως, απότομα, σταμάτησε, γρυλίζοντας.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ο Αρτέμιος.

«Πρέπει να πληρώσεις».

«Πως έτσι;».

«Έτσι!»

«Δεν έχω χρήματα»,

«Τότε θα πρέπει να γελάς, με ότι θα βλέπεις».

Το μικρό αγόρι, απλά έμεινε ανέκφραστο. Εξακολουθώντας ν’ ανοιγοκλείνει μηχανικά, τα βλέφαρα, όπως πάντα, μη δίνοντας σημασία, όσο του ήταν δυνατό να καταλάβει, την τελευταία φράση, του σκύλου-ταμία. Περνώντας στο εσωτερικό, δεν μπορούσε να διακρίνει, πρόσωπα. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τι ήταν και που κάθονταν, όλοι φορούσαν καπαρντίνες με κουκούλες που κάλυπταν όλο το κεφάλι.

Καφέ ανοιχτόχρωμες, σκουρόχρωμες, καπαρντίνες. Ησυχία. Μιλιά.

Όλα έδειχναν τόσο πολυτελή. Δεν εννόησε το λόγο. Απλά ετούτη την αίσθηση, δεχόταν. Κάθισε άκρη άκρη, στη μόνη κενή θέση, που βρήκε εμπρός του. Κοίταξε το δάπεδο, στη στρογγυλή, κεντρική, σκηνή. Ήταν ζωγραφισμένος, θαρρείς, ένας τροχός της τύχης, Όσο διέκρινε, διάβαζε ποσά: 2000 ευρώ, 200, 150, 20, 30 κλπ. Όμως ετούτη η ζωγραφιά, δε φαινόταν να έχει μηχανισμό κίνησης. Παραξενεύτηκε. Περίμενε όπως όλοι, εκείνοι, κρυμμένοι στις καπαρντίνες τους. Πρόσωπα είπαμε, δε διέκρινε. Στο μόνο που διέφεραν οι θεατές, ήταν ο όγκος που καταλάμβαναν. Οι φουσκωμένες καπαρντίνες, θα έκρυβαν, παχύσαρκους, πρόλαβε να σκεφτεί, το αγόρι.

Αμέσως, έκλεισαν τα φώτα. Ελάχιστα κατόπιν, ακούστηκαν κάποια τοκ τοκ, σα να χτυπούσαν μικρά καρφιά, σε σανίδες, μες το σκοτάδι, που όμως μετακινούνταν! Πλησιάζοντας ο ήχος, στη σκηνή. Περίεργο.

Όταν άναψαν τα φώτα, το μικρό αγόρι παρατήρησε στο κέντρο της σκηνής, τη μορφή ενός ρομπότ. Το ύψος του θα ήταν, στο περίπου, 1,75 εκατοστά. Φαινόταν στιβαρό. Κάθε λίγα εκατοστά, απ’ το λαιμό του και κάτω, φαινόντουσαν κάτι κουτάκια, φωτισμένα ήταν, σα παράθυρα. Στο θώρακα του, στην πλάτη. Στα χέρια. Τα πόδια. Ακόμη και τις πατούσες. Το κεφάλι του ήταν μαύρο.

Ησυχία από τους θεατές. Περίεργο. Περίμενε ένα χειροκρότημα. Τίποτα; Καμιά ευγένεια; Σχεδόν αμέσως κατέβηκε από ψηλά, ένα κλουβί, που η διάμετρος του χωρούσε ακριβώς, στις άκρες της στρογγυλής σκηνής.

«Πολύ κοντά στο πρόσωπο μου, είναι τούτα τα κάγκελα», σκέφτηκε ενοχλημένος, ο Αρτέμιος.

Με θόρυβο, σαν αλυσίδες που σέρνονταν, πλησίασε ένα τούνελ από λυγισμένες σιδεριές, που ενώθηκε με το στρογγυλό κλουβί. Το ρομπότ, στεκόταν ακίνητο. Ακούστηκαν μαστιγώματα, από μακριά, κι ένα μικρό πλήθος από ανθρώπους που εισέρχονταν στη σκηνή, κλαίγοντας μόνο –δεν παρακαλούσαν καν, για σωτηρία. Άντρες, γυναίκες. Παιδιά, όχι.

Ο Αρτέμιος θυμήθηκε τον σκύλο ταμία, που του είχε αναφέρει, πως χρηματικό αντίτιμο, επί του εισιτηρίου του, ήταν, πως έπρεπε να γελά, βρίσκοντας τη θέση του τελικά. Το θέαμα όμως, δεν του άρεσε για να αισθάνεται χαρούμενος.

Όλοι, γύρω του, οι θεατές, με τις καφέ καπαρντίνες και τις κουκούλες, που ούτε διέκρινες πρόσωπα, στέκονταν βουβοί. Περίεργο.

Οι άνθρωποι με τον βασανισμένο χαρακτήρα, στον “τροχό της τύχης”, φορούσαν περίεργα ρούχα, που στα μάτια του μικρού αγοριού, άφηναν μια εικόνα, μόλις ντυμένου, ανθρώπου. Με καθαρά ρούχα.

Κάποιος είχε κουρνιάσει στη φέτα, με τα 200 ευρώ, αλλά δέχτηκε μια ηλεκτρική εκκένωση, και πήδησε στη φέτα, των 50. Δυο τρεις άλλοι, άνθρωποι, το είδαν αυτό, και τρέχοντας, πάτησαν στη φέτα, των 20 ευρώ. Το ρομπότ δεν έδωσε σημασία. Τώρα κυνηγούσε γύρω γύρω, καμιά δεκαριά άλλους, άντρες και γυναίκες, που κάθε τόσο έστρεφαν πίσω, κοιτώντας προς την άκρη των χεριών του ηλεκτρονικού διώκτη τους, ποιον θα επέλεγε να κεραυνοβολήσει, πρώτο. Ξαφνικά το ρομπότ, σταμάτησε. Οι κυνηγημένοι πλησίασαν τη φέτα με τα 20 ευρώ, μα το ρομπότ γέλασε άγρια. Προκαλώντας τους, τρομερό φόβο.

Τα φώτα έσβησαν ξανά. Η ησυχία δεν ήταν ως αντοχή, εφικτή. Άκουγες κλάματα. Μαστιγώματα τώρα. Ξανά λυγμοί.

Ο χώρος έλαμψε από τρεις προβολείς, από ψηλά. Ο καθένας τους φώτιζε έναν συγκεκριμένο κρίκο, που κρεμόταν από ψηλά.

Το ρομπότ, πλησίασε τον άντρα που καθόταν στην φέτα των 50 ευρώ. Τον σήκωσε από τον γιακά, βίαια, μετακινώντας τον κοντά στον ένα κρίκο. Του έκανε νόημα να περάσει από μέσα. Έπρεπε όμως να πηδήξει ψηλότερα απ’ όσο αρχικά υπολόγιζε, πως μπορούσε, γιατί δεν τα κατάφερε, χτυπώντας το πρόσωπο του στον κρίκο. Το ρομπότ σφύριξε διαπεραστικά. Ο άντρας πραγματοποίησε μια δεύτερη προσπάθεια, περνώντας μέσα από τον κρίκο, με μια σχετική άνεση. Μερικοί από τους άλλους βασανισμένους, στη σκηνή, προθυμοποιήθηκαν από μόνοι τους, σχηματίζοντας τρεις ομάδες –όσοι κι οι κρίκοι.

«Δεν σ’ ακούω να γελάς», αισθάνθηκε τον σκύλο ταμία, ο Αρτέμιος, δίπλα του. Μα το παιδί ήταν σαστισμένο.

«Πέρασε έξω», γρύλισε στο αγόρι, το οποίο, απρόθυμα, σηκώθηκε. Με λύπη, κίνησε προς την έξοδο. Ακούστηκε πίσω του ένα σούσουρο. Έστρεψε και κοίταξε: οι καπαρντίνες είχαν πέσει. Οι θεατές ήταν διάφορα είδη ζώων, με πληγές όμως, πάνω τους. Τα είδε που πετούσαν κάτι πλαστικές λουρίδες στη σκηνή. Τώρα οι άνθρωποι φώναζαν για έλεος, όμως οι φωνές τους πνίγονταν από το θόρυβο που παρήγε το ρομπότ, που θύμιζε ήχο μηχανών. Όπως εκείνες που άλεθαν αγροτικά προϊόντα, ή σώματα ζώων. Ο Αρτέμιος δεν εννοούσε, ακριβώς. Δεν θυμόταν, καλύτερα.

Ξύπνησε ιδρωμένος. Δεν ήξερε που βρισκόταν. Σα να ‘χε ενωθεί ο φανταστικός χώρος, με τον τωρινό, τον ανθρώπινο! Ξημερώματα, (τρίτης;). Ξαφνικά, του γεννήθηκε μια αποστροφή για κρεατοφαγία. Θυμήθηκε τον θείο του, που ήταν χορτοφάγος, και μόλις του γεννήθηκε η τρελή ιδέα, μήπως ο συγγενής του, είχε δει στ’ αλήθεια ένα θέαμα όπως αυτό που συνάντησε ο μικρός, στον ύπνο του, επομένως γνώρισε όλη τη φρίκη.

Μήπως έπρεπε να μιλήσει στη μαμά του γι’ αυτό, το πρωί;

Ακόμη κι αν θα τον αποπάρει. Χρειαζόταν εξηγήσεις.

8 Απρίλη. Τρίτη επομένως. Πρωί.

Όλη αυτή την εβδομάδα η τάξη του, είχε συνεχώς, απογευματινή βάρδια. Τι να έκανε τώρα, ο θείος του;

Ίσως εκείνος, του έλυνε την παρεξήγηση πιθανόν, που ‘χε γεννηθεί μες το μικρό κεφάλι.

Λίγο μετά τις εννιά.

Μετά τα του μπάνιου, μετακινήθηκε ορεξάτος, στην κουζίνα. Η μάνα του έλειπε από εκεί. Θα ‘ναι κάπου αλλού, συλλογίστηκε πρόχειρα, το μικρό αγόρι. Ο καιρός είχε φορέσει τα καλά του. Ευτυχώς τουλάχιστον, η μητέρα του δεν ανήκε στον τύπο γυναικών, παρατάει σπίτι, ανήλικα, βγαίνοντας ακόμη και για τα απαραίτητα ψώνια.

Πως πεινά

Έχει και να διαβάσει. Ξανά άλλο ένα χαμένο απόγευμα. Ανοιξιάτικο. Φορές δεν του άρεσε να παρατηρεί από το παράθυρο της τάξης, να δύει ο ήλιος, ανεκμετάλλευτος. Σα να τονώθηκε τελευταία, η ζωντάνια του.

«Πόσο», θα απορούσε η συνομήλικη φίλη του, Ουρανία, κι αμέσως θα έβαζε τα γέλια.

Πόσο ακόμη, ναι, χαμογελά μ’ ετούτη τη σκέψη.

Το παίζει νοικοκύρης: Φέτες τετράγωνο ψωμί, κασέρι, ντομάτα. Πρόσεχε τα δάκτυλα σου!

Κανείς δεν κοιτά. Πίνει ένα ποτήρι γάλα, το ξεπλένει στον νεροχύτη, κι αμέσως αντικαθιστά το κενό, με χυμό πορτοκάλι. Πάνω που κάθεται, εισέρχεται η μάνα του, η οποία φτερνίζεται δυνατά. Το παιδί χαμογελά.

«Καλημέρα. Κάποιος μ’ έτρωγε πάλι», του ανταποδίδει το χαρούμενο μορφασμό, κουνώντας τη μύτη της.

«Μήπως ξύπνησες απότομα, τον μπαμπά;», την πειράζει.

«Μπα, είναι μαθημένος, αυτός».

«Μαμά».

«Ναι, παιδί μου».

«Ο θείος τι κάνει τώρα;».

«Δουλεύει».

«Κάτι τον ήθελα».

«Επείγει;».

«Όχι, όχι», μασουλά πιο γρήγορα, τώρα.

«Μην τον ενοχλείς συνεχώς», του γκρινιάζει.

«Γιατί;». βλέμμα όλο άγνοια.

«Γιατί! Γιατί, Αρτέμιε, ..έ τώρα».

«Δεν είσαι πολύ κοινωνική. Έτσι κάνουν όλες οι γυναίκες».

«Αυτά σου λέει ο θείος σου;» προσπαθεί να του χαμογελάσει, τοποθετώντας κάθε παλάμη, στη μέση της.

«Ευτυχώς που δεν έχω αδέλφια», της αποκρίνεται.

«Γιατί;».

«Για να μη μάθω μεγαλώνοντας, να τα μισώ», την αποστομώνει.

Αυτή σαστίζει.

«Έλα πολλά λες! Για πρωί», συγκρατεί τον εαυτό της, μες σε μια αμηχανία.

«Σου ‘χω πει, γάλα με χυμό, δεν ανακατεύονται», του μιλά αυστηρά.

«Παρεξήγησες».

«Εγώ σε γέννησα».

«Μάλλον», της χαμογελά, με χαμηλωμένο κεφάλι και βλέμμα προσηλωμένο στο πρωινό.

-παύση-

«Πάμε να περπατήσουμε;», τον ρωτά.

«Έχω διάβασμα», απαντά μπουκωμένος.

«Έ;…έ, καλά. Εντάξει. Άλλη φορά».

Κάτι σκαλίζει στα ράφια.

«Και μην ενοχλείς τον θείο σου, σε παρακαλώ», στρέφει ξαφνικά, πίσω, το κεφάλι της.

«Γιατί;»

«Γιατί! Έτσι. Έχει τα δικά του», μιλά βιαστικά. «Φάε και διάβασμα, έ;». Του χαϊδεύει το πάνω μέρος της κεφαλής, μα ο Αρτέμιος δεν αντιδρά.

Η μητέρα αλλάζει δωμάτιο.

Ο μικρός σηκώνεται. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα. Γεύεται τον δροσερό αέρα.

«Σιχαίνομαι την κλεισούρα», εξωτερικεύει αυτόματα.

Αμέσως συλλογίζεται αν θα καταφέρει να φύγει νωρίτερα για το σχολείο, ώστε να τηλεφωνήσει του θείου.

Θα δούμε.

Η ώρα έφτασε. Στο καρτοτηλέφωνο.

«Έλα θείο» -χαμόγελο στην άλλη άκρη της γραμμής.

«Αρτέμιε, φίλε».

«Δουλεύεις;».

«Λέω».

«Ενοχλώ;».

«Ποτέ», εξακολουθεί το χαμόγελο. Η καλή διάθεση. «Δεν είσαι στο σχολείο;».

«Έ, κι εσύ, τώρα!».

«Πλάκα σου κάνω», τον πειράζει ο θείος. «Για πες, ήθελες κάτι;».

«Τα καταπιεστικά της μάνας μου. Νομίζω δεν σε συμπαθεί, στ’ αλήθεια», αποκαλυπτικός ο λόγος, του μικρού αγοριού.

«Μπα, γιατί αυτό;», δεν δίνει σημασία, ο συγγενής, ο μεγαλύτερος στην ηλικία.

«Με κάποιο τρόπο, νομίζω πως η μαμά, θέλει να σ’ αφήσει να βρεις τον δρόμο σου. Τουλάχιστον έτσι συζητά με τον μπαμπά».

«Γιατί τον είχα χάσει;». Γέλια.

«Δεν ξέρω», γκρινιάζει ο ανιψιός.

«Ψάχνω ακόμα, έ; Το περίφημο νόημα της ζωής. Πολύ ωραία. Τέλος πάντων, Αρτέμιε παιδί μου. Εσύ να θυμάσαι ότι οι γονείς σου είναι νέοι ακόμα. Υπήρξαν προσωπικότητες με όνειρα».

«Υπήρξαν»,

«Έ, φαντάζομαι κι εγώ».

«Δεν καταλαβαίνεις από τέτοια, εσύ, θείο. Ενοχλώ;».

«Όχι, είπαμε», -χαμόγελο.

«Σίγουρα;».

«Έλα πες. Έχεις και σχολείο».

«Έ; Σωστά, ναι. Λοιπόν, είχα έναν εφιάλτη τη νύχτα, και το συνδύασα με την δική σου αποστροφή, θείο, σχετικά με τον εφιάλτη του ξεπαστρέματος των ζώων, για να γίνουν τροφή».

«Πιο γρήγορα», παρακινεί ο ενήλικας.

«Που δεν τρως κρέας, εννοώ. Και τι θα κάμανε τα ζώα, αν είχαν μιλιά ή νου, για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους».

«Θέληση θες να πεις», τον διορθώνει.

«Δεν ξέρω, θείο, για θέληση. Θαρρώ, οι άνθρωποι δεν βασανίστηκαν ποτέ, γι’ αυτό θυμώνουν με τα ζώα».

«Που είναι ελεύθερα και δεν πληρώνουν φόρους. Τον αδύναμο, να θυμάσαι, πάντα, ανιψιέ, τον πατάνε, όπως και να ‘χει. Εσύ όμως, Αρτέμιε, να θυμάσαι μεγαλώνοντας, πως θα αλλάξεις, για το καλό σου όμως, πάντα. Έλα τώρα. Ώρα να πας για μάθημα. Θ’ αργήσεις. Και μην επηρεάζεσαι τόσο. Σκέψου κάθε τι, θετικά».

«Θα πάμε για μπάσκετ, καμιά μέρα;».

«Θα τηλεφωνηθούμε».

«Γεια».

«Καλό μάθημα».

Κι όμως ήταν, τόσο ζωντανός ο θρήνος των ανθρώπων, στο όνειρο. Εκεί, μες τον κύκλο, στην τέντα του τσίρκου, σκέπτεται το μικρό αγόρι, βαδίζοντας προς το σχολείο. Μυρίζοντας τη φύση στα πεζοδρόμια. Ίσως η μάνα του, οι ίδιοι οι ενήλικοι να είναι θύμα ενός κρυφού πόνου, που δεν συζητούν ποτέ. Απλά επιβιώνουν. Χαμογελάνε ψεύτικα. Πουλάνε ωριμότητα. Κλπ κλπ.

«Θαρρώ θα αργήσω».

Ίσως θα ‘πρεπε να κάμουν κανένα δημοψήφισμα, για μαράζια που δεν πρέπει να δίνεις σημασία: να θέλει ο χ συγγενής, να ελέγχει με ψυχολογικό πόλεμο, τον ψ, συγγενή. Έστω και ανοήτως.

Μα είναι τόσο ωραία η Άνοιξη, που τέτοιοι πρόχειροι, ψυχροί πόλεμοι, περνάνε στο ντούκου.

Θαρρώ οι άνθρωποι ζηλεύουν, να μην μπορούν να είναι εξωγήινοι, να ‘χουν διάφορα σώματα, καθένας, με διάφορες ιδιότητες. Μήπως και ζήσουν ως άλλο άτομο, ότι το άλλο άτομο, αρνείται. Εξακολουθεί να γυροφέρνει μες το νου, τούτες τις τρεις παραγράφους, ο θείος. Στην δουλειά του, στην εφημερίδα. Κοιτά έξω από το δωμάτιο-γραφείο του, τα κτίρια. Η μεγάλη τζαμαρία, που ‘ναι σαν αόρατος φελλός, που στουμπώνει, ξαφνικά, σα φράγμα, όλη τη κινητικότητα, έξω. Τη ζωή την ίδια.

Έχεις και τους ανόητους γείτονες, που τα λόγια τους μυρίζουν σαν καμπινές.

Είναι άλλος ο κόσμος των μεγάλων… κι άλλο, μη υποχρεώσεων προς διαβίωση, των παιδικών ψυχών.

Χαμογελά ο θείος: η αιώνια ψυχή, να της δίνουμε ηλικία.

Ολοκληρώνοντας την εργασία του, προτιμά να περπατήσει ως ένα σημείο. Ως να κουραστεί. Γνώρισμα των ενηλίκων που δεν ενδιαφέρονται να γυμναστούν. Μόνο κατακρίνουν την όψη, ταχέως, του άλλου, έξω. Ας όψονται οι γενεές, μια ζωή χωρίς υπηρέτες.

Προσπαθεί να συλλογιστεί το επόμενο θέμα, ως άρθρο. Φυσικά ακολουθώντας τη συγκεκριμένη γραμμή, της εφημερίδας: ανέφερε τα γεγονότα, μα μη ζαλίζεις τους αναγνώστες, με εκ βαθέων –επί προσωπικού- αναλύσεις. Άραγε αν έγραφε κάτι για τον κόσμο των παιδιών. Κάτι τόσο κοινότυπο. Αν δύναται το κοινότυπο, ν’ αποτελεί δημιουργία! Όπως κοροϊδεύουν τον λαό, οι πολιτικοί. Εντέλει, σεβασμό αντλούν, μόνο απ’ όσους έχουν βοηθήσει.

Αν εμείς οι μεγάλοι, ως γονείς, όποιοι είμαστε αυτοί, που δημιουργούν εφιάλτες, στα τέκνα μας. Επιτρέποντας π.χ. με νόμο, το κυνήγι των ζώων. Σα να προβάλλουμε το πρότυπο: Η αφαίρεση ζωής, επιτρέπεται, αν προσφέρει ευχαρίστηση. «Φαντάζομαι, ορισμένη, θα αποκομούν, οι στρατιώτες, σε στημένους πόλεμους. Συνήθως ως αντίποινα… όπως στην Γάζα, που εξολοθρεύουν οι Ισραηλινοί, παιδιά, γέρους, γυναίκες, κάθε Παλαιστίνιο, που θεωρούν επικίνδυνο!», και προσθέτει στις πρόχειρες σημειώσεις του: «Μα μη μιλάς για κάτι τέτοια, στα παιδιά. Που όλα τα ξέρουν, μα αφού δεν ψηφίζουν, κανείς δεν τους δίνει σημασία. Εντέλει, να μην πρέπει, φαίνεται, να γνωρίζουν, το δίκαιο, ώστε μεγαλώνοντας να είναι πρόβατα εργάτες, να μην κάνουν απεργίες».

Φαίνεται πως η ανθρώπινη ζωή, είναι κοινότυπη συζήτηση. Πιο συχνά, μόνο ως κουτσομπολιό, αφήνεται να συζητείται αδιάφορα, στα κάθε λογής, πηγαδάκια.

Σημειώνει ξανά: «Σα να ‘ναι περαιτέρω, άλλος κόσμος, τρίτος, ο πάσχων πολίτης, περί επιούσιου. Τα παιδιά έχουν πια τη δική τους γλώσσα. Οι περισσότεροι θέλουν να στραγγαλίσουν την ίδια τη ξεγνοιασιά της νεότητας τους, λόγω ζήλιας των σαραντάρηδων, και άνω, ηλικιών. Οι οποίοι τελευταίοι, χάσανε την ευκαιρία τους, να ευτυχήσουν. Θαρρώ όλα τα άτομα, με συγγενείς ευαισθησίες, το παθαίνουν αυτό. Αρκεί φυσικά, να μην τις έχουν απαγχονίσει ήδη, θαυμάζοντας τις, να αποσυντίθεται. Τώρα γιατί…».

Όλοι προσπαθούν να σε κάνουν να ντρέπεσαι για κάτι.

Είναι αργά το απόγευμα.

Στο αυτοκίνητο, επιστρέφοντας ο μικρός Αρτέμιος.

Οδηγός ο πατέρας του.

Το αγόρι συλλογίζεται, καθισμένο αναπαυτικά, στις πίσω θέσεις: «ο θείος μου, με τις απαντήσεις του, με ρίχνει πάντα, στο πηγάδι της σκέψης. Αναρωτιέμαι, μήπως από το πολύ τρόχισμα, πάθω τίποτα!», χαμογελά. Κοιτά από το μεσαίο καθρεφτάκι, στο παμπρίζ, ίχνη προσώπου, του οδηγού. Ήρεμα, απλά, δίχως διάθεση ταξινόμησης.

Η δασκάλα, του είχε πει, πως η έκθεση του για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν εκτός κλίματος. Βασικά, την άκουσε να λέει: «Η Ε.Ε. αφορά τα δικαιώματα των σύγχρονων πολιτών να ζουν ισότιμα, με κανονικές διαθέσεις».

Αυτό το: κανονικές διαθέσεις, άραγε, ο πατέρας του, θα του το εξηγούσε;

Είναι μια ωραία δοκιμασία για σένα, χαμογέλασε στον οδηγό.

Στο σπίτι μαθαίνει, πως τις επόμενες ημέρες, θα έρθει η γιαγιά. Η μάνα του πατέρα. Το πιθανότερο, πέμπτη ή παρασκευή βράδυ. Χήρα η γιαγιά.

«Φτου», συλλογίζεται ο Αρτέμιος. «Και το μπάσκετ με τον θείο; Φτου και ξανά, φτου». Κοκκινίζει. Μετανιώνει για τα λόγια αυτά.

Πάει να ετοιμάσει ένα πρόχειρο τόστ, μα τον μαλώνει η μάνα του:

«Θα φάμε σε λίγο».

«Να πιω πορτοκαλάδα;».

«Μετά το φαγητό».

Γίνεσαι κουραστική, θα της έλεγε, μα συγκρατήθηκε.

Θυμήθηκε όποιους πίστευαν σε αυτόν.

«Αργείς;», φώναξε ο πατέρας από το σαλόνι. Ήδη, του μύριζε το φαγητό.

«Γιατί δεν πας να τη βοηθήσεις;», κοίταξε χαρακτηριστικά, ο Αρτέμιος, τον κηδεμόνα του.

«Μήπως θα ‘πρεπε να βοηθάς κι εσύ, πότε πότε;», του αντιγύρισε.

«Ζηλεύεις που είμαι παιδί;».

Ο άλλος γέλασε.

«Δε βοηθάς τη μάνα σου, τώρα;».

«Μαμά, συνεισφέρω κι εγώ, εδώ μέσα».

Εκείνη τη στιγμή η μάνα, τους καλεί στην τραπεζαρία. Κάθονται.

«Πως;», απόρησε ο ενήλικας.

«Δουλεύω. Εκπαιδεύοντας το είναι μου, με γνώσεις, στο σχολείο».

«Για να ξέρουν ότι εργάζεσαι, πρέπει να βγάζεις κάλους, στις παλάμες», μιλά ο σύζυγος.

«Φαίνεται, πως το ζηλεύεις το παιδί», αποκρίνεται η σύντροφος του.

«Εσύ τι πετάγεσαι τώρα;».

«Δηλαδή εγώ που ξεπατώνομαι με τα οικιακά, δεν εργάζομαι; Ή πρέπει να δείχνω τα χέρια μου στους άλλους;», υψώνει τη φωνή της.

«Αυτό θα εννοούσε, κανονικές διαθέσεις, φαίνεται».

«Ποιος, τι», μίλησαν με μια φωνή, οι ενήλικες ταραξίες.

«Η δασκάλα μου, στο σχολείο, που είπε, πως η Ε.Ε. αφορά τα δικαιώματα των σύγχρονων πολιτών, να ζουν, ισότιμα, με κανονικές διαθέσεις».

«Δίκιο έχει», μιλά η μάνα.

«Το βλέπω: Το δίκιο του δυνατού, που αιωρείται αορίστως».

«Τι παραλληρίζεις τώρα;», γκρινιάζει ο μεγάλος.

«Μια φορά να εξηγούσες, χωρίς να τσατίζεσαι». Σηκώνεται ο Αρτέμιος, με κατεύθυνση στο δωμάτιο του.

«Που πας, τώρα;», του μιλά αυστηρά ο πατέρας.

«Πάω να δουλέψω».

«Ειλικρινά απορώ που βρίσκει τόση ενεργητικότητα, παιδί πράγμα, χωρίς να ‘χει πιει, καφέ».

Η σύζυγος περνά στο ντούκου, το σχόλιο του συντρόφου της.

Στο παιδικό δωμάτιο. Τηλεφωνική συνομιλία:

«Διαβάζεις;».

«Ως να νυστάξω, Αρτέμιε».

«Ουρανία, οι μεγάλοι τα ‘χουν παίξει».

«Τι εννοείς;».

«Εσένα οι δικοί σου, σου λύνουν τις απορίες;».

«Πάλι ζαλίζεις το κεφαλάκι σου;», γελά η μικρή.

«Οι μεγάλοι, μου θυμίζουν κούκλες σε βιτρίνες, που ζητάνε τόσο έντονα, αποδοχή».

«Οι μεγάλοι έχουν τόσες ευθύνες, φίλε μου».

«Και τι μ’ αυτό;».

«Για να ‘χεις να τρως, εσύ».

«Εγώ μόνο;», την πειράζει, χαρούμενα.

«Θέλεις κάτι άλλο; Έχω διάβασμα».

«Σε δασκαλεύει η αδελφή σου να αποφεύγεις τα πολλά πολλά; Μάθε κι εσύ να ‘σαι ενήλικη, απ’ τα τώρα!».

«Τι παλαβομάρες! Σου είπα έχω διάβασμα».

«Καλά. Τα λέμε αύριο;».

«Στο σχολείο, Αρτέμιε».

«Ok, bye”.

«Καληνύχτα».

(Οι μεγάλοι κυκλοφορούν σα δαιμονισμένοι).

Είναι η ζαλάδα της αβεβαιότητας, λόγω πιθανής έλλειψης, απολαύσεων.

οι μεγάλοι θέλουν,

να τους σέβεσαι μόνο.

«Χωρίς όρους;», ρώτησε το μικρό αγόρι, στο δωμάτιο του. Μέρα ήταν. Ονειρεύεται;».

«Ποιος μίλησε;», αναρωτήθηκε στη συνέχεια.

Ο παππούς από τη κορνίζα.

«Το φαντάζεσαι να τους κόβουνε το ρεύμα της ωριμότητας, πως θα φέρονταν;», μίλησε χαρούμενα, το πρόσωπο, από τη μικρή, ορθογώνια, φωτογραφία.

Ο Αρτέμιος δεν καταλαβαίνει.

Τώρα έχει ανάγκη να πάει προς νερού του.

Το σπίτι είναι άνω κάτω. Γιατί;

Ρίχνει μια ματιά προς το σαλόνι. Μα τι!

Σε διάφορες γωνίες, έχουν συγκεντρωθεί έπιπλα και αντικείμενα, ίδιου χρώματος. Στοιβαγμένα με αλλόκοτο τρόπο –μήπως και στα υπόλοιπα δωμάτια, τέτοιο χάος; Στο κέντρο του μεγάλου χώρου που υποδεχόταν τους επισκέπτες, βρισκόταν ένας σωρός από διάφορα αντικείμενα, ακόμη και πίνακες, με τους γονείς του Αρτέμιου, να τσακώνονται τώρα, διασκεδάζοντας σαν ανήλικα: σε ποια στοίβα διαφορετικού χρώματος, θα τοποθετούνταν. Το βάζο ήταν καφέ απέξω, αλλά στο εσωτερικό, λευκό.

«Μα αυτό που φαίνεται, πρέπει να προσέχουμε», γκρινιάζει η μάνα.

«Εμένα μ’ αρέσει το καφέ. Δες τη στοίβα μου».

«Καφέ! Σα χώμα είναι. Έλα έλα, άστο τώρα», κι όλο γελούσε, σα να τη γαργαλούσαν. «Άστο το τασάκι, είναι κίτρινο, σου λέω».

«Μα έχει κάτι κόκκινες παπαρούνες».

«Μη με μπερδεύεις, καλέ μου».

«Τι λες γι’ αυτό το μαξιλάρι, κυρία;».

«Κυρία. Είσαι χαζούλης. Δύσκολο. Έχει τόσα χρώματα». Ξανά γέλια.

«Είναι σκουρόχρωμο. Αν…».

Το μικρό αγόρι, περίεργο, μα επίσης, ταραγμένο, πλησιάζει τους ανθρώπους που το γέννησαν. «Λες να είναι αυτός, ο αληθινός τους χαρακτήρας; Δυο γκρινιάρικα μωρά».

«Έλα άστο, σου είπα. Εκεί, εκεί, ναι, στην κόκκινη στοίβα, σου λέω, καλέ μου».

«Γιατί πρέπει εσύ, να κρατάς τα πιο ωραία χρώματα;».

«Έλα τώρα, μην είσαι τσιγκούνης».

Αυτή τη στιγμή, τους διακόπτει ο γιος:

«Θα μου πείτε, τι συμβαίνει εδώ;».

«Άαααα», φωνάζει η ανήλικη στο μυαλό, μάνα. «Γκρι πυτζάμες. Εκεί. Σ’ εκείνη τη στοίβα».

«Γιατί φέρεστε έτσι;», τους ρωτά, αυστηρός, ο Αρτέμιος.

«Μαύρες παντόφλες. Δικές μου είναι!».

«Μαύρη μαυρίλα», γελά η μάνα.

«Θα ηρεμήσετε καμιά φορά;», φωνάζει το μικρό αγόρι.

«Άσε μας να κάνουμε ότι θέλουμε», γκρίνιαξε η ανήλικη στο νου, μάνα.

«Ναι, ναι, μη μας χαλάς το παιχνίδι», δήθεν μούτρωσε ο άλλος.

«Στο δωμάτιο σας, γρήγορα».

«Έλα τώρα», γκρινιάζει το θηλυκό, στο σαλόνι.

«Στο δωμάτιο σας, είπα!», επαναλαμβάνει ο Αρτέμιος.

Οι ψηλοί άνθρωποι, κατεβάζουν το κεφάλι, και σέρνοντας τα πόδια, απομακρύνονται, σιγά σιγά.

«Και μην ακούσω φασαρίες», τους δείχνει με το δάκτυλο, το μικρό αγόρι. «Κακά παιδιά. Αχάριστα», συμπληρώνει. Αισθάνεται τώρα, κάτι να το τσιμπάει.

Ανοίγει τα μάτια. Ξύπνησε. Είναι μια καινούρια ημέρα. Ήταν μόνο ένα όνειρο. Αλλόκοτο, αλήθεια. Χαμογελά, πλέον.

«Το ξέρεις, ότι κάποια στιγμή, πρέπει να πάμε σχολείο», απευθύνεται στον συνομήλικο φίλο της, που τον παρακολουθεί να παιδεύεται στην μπασκέτα, σ’ ένα τσιμεντένιο επίπεδο, πλαϊνά στον εξωτερικό τοίχο, της πολυκατοικίας.

«Προπονούμαι για να παίξω με τον θείο μου».

«Τον αγαπάς, έ;».

«Μου συμπαραστέκεται».

«Διάβασες;».

«Γκρίνιαξε λίγο η μάνα μου, για τώρα. Μα γνωρίζει ότι μελετάω».

«Κι εγώ επίσης».

«Εσύ, Ουρανία, διάβασες;».

«Φυσικά».

«Σ’ έφερε η μάνα σου;».

«Την έπεισα».

«Μπράβο», της χαμογελά. «Έλα, ρίξε καμία».

«Μ’ αφήνεις;».

«Άντε να σε δω».

Κατεβαίνοντας από το σχολικό, ο Αρτέμιος άκουσε μακριά και ψηλά, του φάνηκε, στον ουρανό, ήχους μηχανών, που απομακρύνονταν. Του φάνηκε περίεργο.

Το σχολικό πάρκαρε σε μια άλλη γωνία, γιατί εδώ και πολλές ημέρες, κάνανε απεργία οι σκουπιδιαρέοι, γιατί λέει, ο Δήμαρχος του νησιού, είχε κάνει μια συμφωνία να μην στέλνονται τα απορρίμματα, με φορτηγίδα, στην ηπειρωτική χώρα. Αλλά να δημιουργηθεί μια πρόχειρη αρχικά, χωματερή, κοντά σε μια παραλία!

Το μικρό αγόρι προσπαθεί να αποφύγει τους σωρούς με τούτα τα σκουπίδια.

Το βάδισμα του διακόπτει ένα σκυλί, που αλήθεια, μοιάζει καταπληκτικά, στον ταμία σκύλο, του τσίρκου, που ‘χε δει στον ύπνο του. Χαμογελά, μέσα του.

«Έχει χάρη, να μου πει τίποτα», συλλογιέται, σταματώντας εμπρός στο τετράποδο.

Σκύβει στα γόνατα, πρόσωπο προς πρόσωπο.

«Ο βασανισμένος, ξέρεις», μιλά στο ζώο, χαμογελώντας, «είναι κακό πράγμα», θυμούμενος τι περνούσανε οι άνθρωποι, στο κέντρο της σκηνής. Ανασηκώνεται. «Γειά σου, τώρα».

Το τετράποδο κοιτά το παιδί, ελάχιστα. Στρέφει τη προσοχή του στα σκουπίδια.


Πέμπτη 10 Απρίλη.

Η γιαγιά –μητέρα του μπαμπά του μικρού, βράδυ- παρουσιάζεται στην είσοδο της οικίας. Εισέρχεται. Αγκαλιάζει το μικρό αγόρι.

«Όλο μεγαλώνεις, εσύ», του απευθύνεται. Ανταλλάσσονται αγκαλιές. Μετακινούνται στο σαλόνι. Ο Αρτέμιος κάνει να φύγει, προς το δωμάτιο του.

«Που πας;», τον επιπλήττει ο πατέρας.

«Ζωγράφιζα».

«Ναι;», ενθουσιάζεται η γιαγιά.

«Ναι», αποκρίνεται αγνά τυπικά, το παιδί.

«Τι;», ρωτά η ηλικιωμένη.

«Κάποιους, που τσακώνονταν με τα χρώματα».

Οι γονείς απορούν.

«Εργασία;», ρωτά ο ενήλικος.

«Και χαρά», λαβαίνει από το μικρό αγόρι, την απάντηση.

«Κάτσε λίγο», παρακινεί τώρα, ο μπαμπάς.

«Άσε το παιδί», πετάγεται η γιαγιά. Θα ‘ρθώ σε λίγο, του κάνει νόημα. Ο Αρτέμιος, στρέφοντας τη πλάτη, ανασηκώνει τα φρύδια. Στο δωμάτιο του, ανοίγει τελείως τα πατζούρια. Είναι ένα όμορφο Ανοιξιάτικο βραδινό. Το ραδιόφωνο παίζει χαμηλόφωνα. Αδιάφορα τραγούδια. Κάθεται στο γραφείο του.

«Με πόσα λίγα είμαι ευχαριστημένος», κοιτά την αγαπημένη του αφίσα, να, κάπου εκεί δίπλα, σε έναν τοίχο. (Ωραία αφίσα: είναι ένα χαρακτηριστικά, όμορφο, επιβατηγό πλοίο, που πιθανόν επιχειρεί δρομολόγιο, κάπου κοντά στα παράλια της Νέας Υόρκης, με τους ουρανοξύστες).

«Είσαι ωραία, μα το νησί μας, έχει τις δικές του ομορφιές».

«Τι ωραία που μυρίζουν έξω, τα λουλούδια. Άτιμη οικοδόμηση».

«Θα μπορούσα να ζωγραφίσω στο μπλόκ, γράμματα χρωματισμένα. Φράσεις, αντί σχέδια, σχήματα, τις φιγούρες των δικών μου».

«Καλή ιδέα, δεν είναι; πλοίο μου», ξανακοιτά την αφίσα.

«Πως σου φαίνεται: οι μεγάλοι είναι πονηροί. Τι χρώμα; Κόκκινο, 70%, κίτρινο ίσως ως περίγραμμα, περίπου σα καμένο, ή να προσπαθεί να φύγει σα κύμα στο κόκκινο».

«Οι μεγάλοι μόνο ανέχονται ο ένας τον άλλο, για να μην τους δείχνουν με το δάκτυλο».

«Τι χρώμα;».

«Λευκό και αόριστο, σα τις όψεις των τοίχων εσωτερικά, στα περισσότερα σπίτια».

«Κάπως έτσι, εσείς οι μεγάλοι, κάνετε τα παιδιά, ότι θέλετε».

«Ψυχάκηδες αφίσα μου; Δεν ξέρω. Εγώ δεν χρειάστηκε να πάρω χάπια». Ακούει βήματα να πλησιάζουν. Ξύλινη επένδυση στα πατώματα.


Παρασκευή πρωί, 11 Απρίλη.

Η γιαγιά βαδίζει με τον Αρτέμιο, προς την παιδική χαρά.

«Η μαμά είπε να μην λείψουμε, ώρα».

«Καλά, καλά, μωρό μου. Λίγο, να πάρω αέρα». «Τι έμαθα λέει: Μου είπε ο μπαμπάς σου, πως μπορεί να κάνουν απεργία κι οι δάσκαλοι».

«Πάει, τρελάθηκαν οι άνθρωποι, γιαγιά».

«Αγωνίζονται κι αυτοί για κάτι, μικρέ μου».

«Μια στιγμή να κάνω εμετό, με τόσα σκουπίδια», βάζει το δάκτυλο στο στόμα.

«Μη, παιδί μου», τον μαλώνει.

(«Παιδική χαρά. Λες και είμαι μικρό παιδί! Άντε να της κάνω τη χάρη. Τι θα ‘λεγε ο θείος μου, τώρα; Πάλι δουλεύει»).

Το νησί είναι ένας όμορφος τόπος, με ελάχιστες, μικρές, λίμνες, κάπου ανάμεσα σε μικρά και μεγάλα, έστω κι ελάχιστα, βουνά. Η ιδιομορφία του εδάφους, γεωγραφικά, είναι σαν επιμέρους, τσαλακωμένα, πέταλα-υψίπεδα, πάνω στα οποία έχουν φυτρώσει δέντρα κι ότι άλλο πρόσφερε η γη, σ’ ετούτους τους κατοίκους. Το μικρό αυτό, κομμάτι γης, θα ‘χει το πολύ, 10, 15, μικρές πόλεις. Αν χαρακτηρίζεις πόλη, χώρους μεταφόρτωσης εμπορευμάτων, ή λιμάνια με ένα σωρό αποθήκες όπου μεταποιούνται σε εμπορεύσιμα προϊόντα, είδη ψαριών. Τουλάχιστον ο αέρας είναι καθαρός. Ο τόπος παραμένει ανά πλάτη και ύψη, κατά τόπους δροσερός, παρόλο το γενικά, κάθε εποχή, χλιαρό στη θερμοκρασία, κλίμα. Ένας μικρός παράδεισος. Που όμως τη ζωή, και εδώ, ελάχιστοι εκτιμούν. Γι’ αυτό προγραμμάτισε ο Δήμαρχος να κάνει χωματερή, ένα σημείο. Άραγε που, κανείς δεν γνωρίζει. Σε δάσος κοντά σε παραλία. Αλήθεια τι σκέπτονται;

Τα τροχοφόρα στο νησί, είναι λίγα, περιέργως.

Εν τω μεταξύ, στο σπίτι, της μικρής Ουρανίας.

«Μαμά, πάλι παίζει το αριστερό μου φρύδι. Ποιος με μελετάει».

Η μαμά της, στη κουζίνα, της χαμογελά.

«Μικρό παιδί, πράγμα, ποιος να σε μισεί, εσένα;».

«Αυτό σημαίνει;».

«Μάλλον».

«Μάλιστα».

«Δεν έχεις να γράψεις μια έκθεση;».

«Μάλλον», χαμογελά με μορφασμό, στη μαμά της.

Απομακρύνεται χοροπηδώντας χαρούμενη, τραλαλά τραλαλά, προς το παιδικό της δωμάτιο.

«Ωραίο θέμα: Κοινωνικότητα».

«Λοιπόν», ξεδιαλέγει τα αγαπημένα της στυλό, ποιο να χρησιμοποιήσει.

«Λοιπόν, σκέψου τώρα».

«Κοινωνικότητα», με καλλιγραφικούς χαρακτήρες, ο τίτλος.

Ξεκινά να γράφει: «είναι αυτό το γέμισμα των μπαταριών, της ελευθερίας, να κινείσαι έξω, στα στενά της πόλης, και την άπλα των εξωτερικών χώρων, στο νησί. Η αγάπη ή περιέργεια των ανθρώπων να βγουν να κοιτάξουν άλλα μάτια. Τα θαύματα της φύσης. Τι ωραία που είναι τα παιχνίδια στην εξοχή. Οι συζητήσεις των μεγάλων. Περισπούδαστες ή ανάλαφρα λόγια.

Κάθεσαι στην άκρη των γκρεμνών και βλέπεις τα πλοία στα ανοιχτά. Ψαράδες ίσως ή ιστιοπλόοι. Η κοινωνική σχέση, ατόμων, με τη θάλασσα και τα πλάσματα της. Με την ίδια την ελευθερία. Όσοι βλέπουν τη καθαρή φύση, όπως τα μάτια των συνανθρώπων μας, πρόσωπο προς πρόσωπο. Σχήμα προσώπου και χρώμα ματιών. Οι ηλικίες και όσα συνοδεύουν. Η δύναμη του βλέμματος. Κάποιοι μικροί διαχωρισμοί, αν» (μικρή μουτζούρα, αλλαγή λέξης), «αν, μένει ήρεμο το πρόσωπο, λόγω εσωτερικής αγάπης, και απλότητας. Ή μόνο, απλή ηθοποιία. Μάλλον από ταραχή για το άγνωστο του άλλου, που συναντάμε, τι του συμβαίνει. Γιατί ενώ βρίσκεται πλαϊνά τους, δεν τους ακούει καν.

Οι μικρές παρέες των εφήβων, ή των νέων ενηλίκων, που χαίρονται την αναμεταξύ τους, συναναστροφή. Αν όλα τα πρόσωπα είναι δυνατό, να μην έχουν σπυράκια. Όλα τα πρόσωπα, λευκά; Κανείς μελαψός, κινέζος;».

Χαμογελά. Κάνει ένα διάλειμμα.

Συνεχίζει, σχεδόν αμέσως:

«Το κάλυμμα, η άποψη των ανθρώπων, πως όλοι έχουν τα απαραίτητα, γι’ αυτό έχουν ήρεμα πρόσωπα. Αν ονομάζουν τούτη τη συμπεριφορά, το κάλυμμα, πριν την αποδοχή, ότι γερνάς. Δεν θα χαθεί η ζωντάνια του προφίλ, της παιδικότητας της ματιάς, ίσως, του νέου ενήλικα».

Νέο διάλειμμα.

Κοιτά τώρα, έξω. Ηλιόλουστη μέρα.

Γράφει ξανά, παρακάτω: «το κρυφό μαράζι των μεγάλων. Πόνοι που δεν εκδηλώνουν, γιατί φαίνεται, τους αναπνέουν σαν αέρα, παρόλη τη καθημερινή τους μετακίνηση, σε υποχρεώσεις, βόλτες, κι αλλού. Ο πόνος να φεύγει ένας άνθρωπος, που συνάντησες κάποτε, κι ίσως με μια ματιά, συμπάθησες. Το κρίμα, να,» (σκέφτεται) «μην σταματά η ηλικία, ορισμένων, όταν φωτίζονται μέσα τους, ευτυχισμένοι. Τόσοι άνθρωποι, ιστορίες που δεν συζητήθηκαν. Δεν τους συνάντησες να τους πεις: σ’ εκτιμώ. Σ’ αγαπώ, ακόμα ακόμα.

Αυτό για μένα, είναι κοινωνικότητα.

Ουρανία».

Με μια εσωτερική χαρά, μεταφέρει το μπλέ της τετράδιο, στα χέρια της μάνας της, στο μπαλκόνι.

Κει που η ενήλικη αναπαύεται, σε μια κουνιστή πολυθρόνα.

«Τέλειωσες κιόλας;».

«Ναι μαμά».

«Να δω;».

«Ναι», χαμογελά χαρούμενη η μικρή. Ακουμπά τώρα, στα κάγκελα. Συζητά σφυρίζοντας ρυθμικά, με τα πουλιά της γειτονιάς.

«Περισπούδαστα», διορθώνει μεγαλόφωνα.

«Τι πράγμα;», ρωτά η κόρη.

«Για τις συζητήσεις των ενηλίκων».

«Περισπούδαστες, μαμά».

«Μάλλον έπρεπε να χρησιμοποιήσεις άλλη λέξη. Άσε, θα το διορθώσω».

«Όχι. Αυτό είναι δουλειά της δασκάλας».

«Είσαι σίγουρη;».

«Ναι, μαμά».

Τα θαύματα της φύσης γύρω. Το θαύμα να βλέπεις να μεγαλώνει κάτι, που εσύ γέννησες.

«Γκρεμών», διορθώνει ξανά.

«Κάνε πιο καθαρά γραπτά».

Η Ουρανία δήθεν ξεροβήχει.

«Προσπάθησε να σκέπτεσαι, πριν γράψεις. Για να μην κάνεις μουτζούρα».

Η κόρη χασμουριέται.

Η μαμά διαβάζει αδιάφορη τώρα, παρακάτω. Ίσως της φαίνονται, λόγια μόνο, τα γραφόμενα στην έκθεση. Ή έννοιες που δεν ξύπνησαν μες το ίδιο της το ενήλικο σαρκίο. Αν η ζωή είναι μόνο συνήθεια, τελικά, όπου το να περνάς επιδερμικά, τις απόψεις του άλλου, είναι κάτι που μαθαίνουν, έμφυτα σχεδόν, σαν ιό, οι ενήλικοι.

«Μόνη σου τα σκέφτηκες αυτά;», παρατά το γραπτό της Ουρανίας.

Ξεφυσά η μικρή. Αρπάζει το τετράδιο από τα χέρια της μητέρας της.

Στην παιδική χαρά.

«Να ‘μουνα και μωρό παιδί».

«Είπες τίποτα, μικρό μου;».

«Αυτό ακριβώς».

«Είναι τόσο χαρούμενα εδώ. Δες τα άλλα παιδάκια».

«Μόνη σου το είπες. Μόνο που είμαι παιδί, όχι παιδάκι».

«Πόσο είσαι τώρα;».

«Κοντεύω στα 12».

«Μεγάλος άντρας», χαμογελά εγκάρδια, η ηλικιωμένη.

«Άρα καταλαβαίνεις».

«Κάνε ωραία παρέα στη γιαγιά. Μην είσαι γκρινιάρης. Κοίτα τα μωρά στις κούνιες».

«Ωραία, μπράβο», σταυρώνει τα χέρια στο παγκάκι, δυσαρεστημένος, ο Αρτέμιος.

«Τώρα θα ‘παιζα μπάσκετ», συμπληρώνει.

«Η υπερκινητικότητα δε βοηθά, φορές».

«Φαντάζομαι, μόνο, τι θα ‘λεγε ο θείος, τώρα».

«Είπες τίποτα, καλό μου;».

«Ωραία μέρα», χαμογελά με νόημα, το μικρό αγόρι.

«Ά, τι ωραίο φορεματάκι είναι αυτό!», βγάζει ένα επιφώνημα, η προσωρινή κηδεμόνας. Κοιτώντας ένα κοριτσάκι να σέρνει το δικό του καρότσι, με μια περιποιημένη κούκλα. Στα τρία βήματα, το στιγμιότυπο. Σηκώνεται η μάνα του πατέρα του αγοριού. Κάνει να πλησιάσει το κοριτσάκι. Μα εκείνη η μητέρα, τραβά άγρια προς το μέρος της, το παιδί. Τι νύχι είναι αυτό, μαλλί στην τρίχα. Γόβα. Αληθινή αριστοκράτισσα.

«Είναι καθαρά τα χέρια μου», δεν βρίσκει κάτι άλλο να πει, η ηλικιωμένη.

«Έλα Πέρσα, φεύγουμε», ακούγεται από τη μητέρα.

Σηκώνονται. Απομακρύνονται.

Έχει ένα περίττωμα λίγο πιο κάτω. Πρόσεχε.

«Γιαγιά, τρομάζεις τους ανθρώπους», γελά το αγόρι.

«Όποιος έχει τη μύγα».

Το βράδυ στο κρεβάτι του, ο Αρτέμιος, σα ν’ ακούει κοντύτερα, αυτές τις αορίστου προορισμού, πτήσεις.

«Ευτυχώς αύριο είναι Σάββατο. Για να δω, τι μας ξημερώνει», είναι το τελευταίο που προλαβαίνει να σκεφτεί. Πάει, τον πήρε ο ύπνος.

Είναι ένα τζετ, λέει. Που πετάει. Το μικρό αγόρι, είναι ο πιλότος! Πλησιάζουν ωκεανό. Ενεργοποιείται ο αυτόματος. Το παιδί χρειάζεται να ξεμουδιάσει. Συλλογιέται να μετακινηθεί πίσω, στην κουζίνα. Πεινά.

Πρέπει να βρέχει έξω.

Ελαφρές αναταράξεις, σ’ ετούτο το ύψος.

Ετοιμάζει ένα τοστ, κάπως μεγαλούτσικο.

«Περίεργο. Μόνος επιβάτης, είμ’ εγώ».

Συσκότιση.

Άνοιγμα φώτων.

Τώρα το τζετ, είναι επιβατηγό τζάμπο, με όροφο για τους επιβάτες πρώτης και δεύτερης θέσης.

Εδώ κάτω, σφύζει από ζωή. «Τόσοι άνθρωποι».

«Τι συμβαίνει».

Τώρα από παιδί πιλότος, είναι 18 χρονών, παλικάρι. Μεγάλωσε.

Νομίζει πως κάποιος του φωνάζει από τον όροφο. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Θεέ μου, ησυχία.

Εδώ πάνω είναι μισοσκότεινα. Οι περισσότεροι κοιμούνται.

Προσπαθεί να μετακινηθεί προς το πιλοτήριο, μα το κάθε πόδι που επιχειρεί κίνηση προς τα εμπρός, σα να κλωτσάει σε εμπόδιο. Μια αόρατη φραγή. Λέει θα ξεγελάσει το πεδίο, κινούμενος με την πλάτη. Ποιον κοροϊδεύει; Ίσως αν έπαιρνε φόρα; Μπα.

Προχωρεί προς την “πρύμνη” του αεροπλάνου, κι εκεί που κάνει μεταβολή, μήπως ξεγελάσει την τύχη του, η φραγή της κίνησης, μετατοπίστηκε επίσης.

Εντάξει λοιπόν.

Τι ‘ναι αυτό;

Ένα δωμάτιο, στα πισινά του μηχανικού πετούμενου.

Γυρίζει το κεφάλι στην “πλώρη”. Μαύρος τοίχος. Τι συμβαίνει εδώ;

«Θα μπω».

Θεέ μου, πολυτέλεια!

Παραβάν εδώ κι εκεί, εμποδίζουν τη θέα της διαμόρφωσης του χώρου.

Ελαφρά ανατάραξη. Ακούει μουρμουρητά.

Περίεργος ο 18χρονος Αρτέμιος, προσπαθεί να εντοπίσει τα πως και τα γιατί.

Έκπληξη: Είναι ένας νάνος που συζητά μ’ έναν σκύλο!

Ουίσκι μυρίζει.

Ο σκύλος ρουφά το δικό του, με καλαμάκι! Φορά κοστούμι, και παπούτσια! Κάτι λένε με τον νάνο. Ο Αρτέμιος, διακριτικά, τους κάνει παρέα.

«Στο είπα πως έπρεπε να επενδύσεις», μιλά ο σκύλος.

«Μα θα ήταν ριψοκίνδυνο», γκρινιάζει ο νάνος.

«Όχι αν με άφηνες να σου εξηγήσω, πως το μέλλον, είναι: ν’ αποθηκεύεις καύσιμα, για να ‘σαι ένας από τους λίγους, που θα χρυσοπουλάς, όταν δήθεν εκλείψουν».

«Σωστό μου ακούγεται τώρα. Λες να ξεσπάσει κανένα εμπάργκο;».

«Δεν ξέρω αυτή τη στιγμή. Μα σκέψου τα ωραία σου τα πλούτη. Θα ‘θελες να τα χάσεις;».

«Έ;», αναρωτήθηκε ο νάνος. «Όχι φυσικά».

«Έχουμε κοινό», ξεστομίζει ο σκύλος.

«Στο είπα πως χρειάζεσαι εισιτήριο», ούρλιαξε σχεδόν προς το μέρος του αγοριού, ο σκύλος. Με το κοστούμι και τα φορεμένα παπούτσια!

Συσκότιση.

Φως.

Τώρα είναι μέρα. Προαύλιο πλούσιας κατοικίας. Ο Αρτέμιος επιστρέφει στη φυσιολογική του ηλικία. Κανένα δέντρο γύρω από το σπίτι, ως τους εξωτερικούς φράχτες, αρκετά μέτρα, μακριά.

Το μικρό αγόρι, παρατηρεί μια τέντα, πιο κει, με δυο καρέκλες κι ένα τραπεζάκι. Περίεργο, πλησιάζει.

Είναι ένα άλλο σκυλί, χωρίς ρούχα που συζητά με έναν πλούσιο. Τον ιδιοκτήτη της βίλας, φαίνεται.

Το τετράποδο έχει αράξει στο χώμα. Μιλά στο αφεντικό του:

«Στο είπα πως έπρεπε να βοηθήσεις τη γη, να μείνει ζωντανή».

«Τι λες πάλι;», απορεί ο πλούσιος.

«Αν φύτευες εσύ, δέντρα, η γη θα γονιμοποιούνταν, παραέξω».

«Και τι με νοιάζει εμένα, για παραέξω;».

Αυτή τη στιγμή περνά ένας ρακοσυλλέκτης με το φορτηγάκι του που διασχίζει τον ασφάλτινο δρόμο, πλαϊνά σε μια πλευρά του φράχτη.

«Ότι δεν θέλετε, το παίρνω», φωνάζει ο οδηγός.

«Ακούς;», πετάγεται ο ομιλητικός σκύλος.

«Τι ν’ ακούσω;», αποκρίνεται το αφεντικό.

(Ο Αρτέμιος έχει σαστίσει μ’ όσα ΄χει δει ως τώρα, στον ύπνο του).

Ο σκύλος ανασηκώνει το αριστερό φρύδι..

«Δεν πιστεύω να κανονίζεις να με πετάξεις», γκρινιάζει ο πλούσιος.

Το σκυλί χαμογελά.

Αλήθεια.

«Όποιοι δε βοηθάνε, τους παίρνουνε», μιλά το ζώο. «Δεν σε σώζει η αντικοινωνικότητα», προσθέτει. «Αχάριστος», καταλήγει.

«Εγώ έχω λεφτά».

«Ποιος θα πληρώσει για σένα, όταν φύγεις», μιλά το σκυλί.

«Δεν σε καταλαβαίνω ξανά».

«Θα φύγεις μ’ έναν ανεμοστρόβιλο», ούρλιαξε το σκυλί.

«Σκουπίδια. Φέρτε τους σ’ εμένα!».

Ο Αρτέμιος άρχισε να τρέχει. Μα…

Συσκότιση.

Φωτεινές λωρίδες, διάδρομοι, στη γη. Διακεκομμένα.

«Στο είπα πως πρέπει να πιάσεις δουλειά, για να ‘χεις δικαίωμα να περπατάς», ακούστηκε μια φωνή, πολύ μακριά.

Το μικρό αγόρι επιχειρεί να πατήσει σε μια νέα φωτεινή αρχή, διαδρόμου.

Συσκότιση.

Ο Αρτέμιος ξυπνά ιδρωμένος.

Έχει ξεχάσει τα περισσότερα απ’ όσα είδε.

«Μη δίνεις σημασία», αυτοαναλύεται. «Θα ξημερώσει κάποια στιγμή». «Ευτυχώς έχει φως στο διάδρομο».

Νυστάζει δυνατά, τώρα.

Χασμουριέται. Τεντώνεται.

Επιστρέφει στο γνωστό λήθαργο.

Αισθάνεται κουρασμένος.


«Βλέπεις ακόμη, περίεργα όνειρα;», ρωτά τηλεφωνικά η Ουρανία, τον Αρτέμιο.

«Ναι, πιο συχνά».

«Να το προσέξεις αυτό», συστήνει η συνομήλικη φίλη.

«Γιατί;».

«Θα είναι το κακό που σου επιτίθεται».

«Λες;».

«Μου ‘ρθε σαν επιφοίτηση».

«Καλά. Κλείνω τώρα. Θα πάμε στου θείου μου».

«Πρωί πρωί, κυριακάτικα;».

«Ναι».

Είναι μια ωραία, παραλιακή διαδρομή, με την θαλάσσια αύρα, να νοτίζει τα ρουθούνια, από τα ανοιχτά τζάμια, μετακινούμενη η οικογένεια, του αγοριού, στους τέσσερις τροχούς.

Όμορφη που είναι η φύση. Σε καλμάρει.

Όταν την εκτιμάς.

Πλημμυρισμένο το είναι του αγοριού, από συμφιλίωση. Ανθρωπιά. Αγάπη.

Προσπερνούν μια εκκλησία.

«Μήπως θα έπρεπε να ‘μασταν εκεί, τώρα», λέει από μέσα του ο Αρτέμιος.

Όλες του οι έξι αισθήσεις, βρίσκονται σε εγρήγορση.

Χαμογελά. Μόλις θυμήθηκε μια εκδρομή, στην ηπειρωτική χώρα, μες το λεωφορείο, όλοι μαζί –όπως τώρα- μια συνομιλία που ‘χε ακούσει: κάποιοι, σ’ ένα διαμέρισμα, είχαν βγει, μεσημέρι, στο μπαλκόνι, και φώναζαν στα πουλιά, να το βουλώσουν. Δηλαδή πόσο πιο τρελοί, μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι.

Φτάσανε.

«Θείο, καλημέρα», χαμογελά το αγόρι.

«Καλώς τους».

Τακτοποιούνται στο σαλόνι.

«Με συγχωρείτε για δέκα λεπτά», απευθύνεται στην απρόσκλητη παρέα, ο θείος. «Έχω αφήσει κάτι στη μέση. Συγνώμη. Έ;».

Καλά καλά, συγκαταβαίνουν με μια κίνηση του κεφαλιού.

Ο θείος αλλάζει δωμάτιο. Κλείνει, αφήνοντας πίσω του, ένα μικρό άνοιγμα, στην είσοδο.

Μπορώ; Δείχνει με το δάκτυλο το αγόρι.

Καλά καλά, παρόμοια κίνηση των γονιών.

Yes, κίνηση νίκης, με το χέρι.

«Θείο!», φωνάζει, εισερχόμενο το παιδί, στο γραφείο-δωμάτιο, του συγγενή του.

«Αρτέμιε», χαμογελά μόλις, ο θείος –εμπρός στον υπολογιστή, αφοσιωμένος.

«Παίζεις;».

«Όχι όχι. Τακτοποιώ κάτι αρχεία».

«Μια τέτοια όμορφη μέρα».

Ο θείος δεν ανοίγει το στόμα του.

«Θα ‘πρεπε να βγαίνεις πιο συχνά. Δες αυτό!», δήθεν ενθουσιάζεται με κάτι στο μόνιτορ.

Ο θείος ανοίγει τελείως, τα μάτια. Έφτιαξε η διάθεση του;

«Θείο, κουράγιο», τον πιάνει μόλις, από τον ώμο.

Ο ενήλικας, ξεροβήχει.

«Θείο», γελά ο Αρτέμιος.

Το παιδί, κοιτά μια στοίβα με χαρτιά. Περίεργο, ψαχουλεύει γρήγορα.

«Θείο, γιατί δεν παντρεύτηκες;».

«Γιατί είναι μεγάλο βάρος, η προσωπική γνώμη».

«Έ;», εκδηλώνει απορία, ο κοντόσωμος άνθρωπος.

«Που να σου εξηγώ τώρα. Έχεις χρόνια ακόμα».

«Έχεις μείνει πίσω, μου φαίνεται. Οι νέοι σήμερα, αρπάζουμε αυτοστιγμεί, τη ζωή».

«Την ξεμυαλίζετε, εννοείς». Ο κέρσορας του ποντικιού, κουνιέται στην οθόνη, αλλάζοντας θέση, αρχεία και καταλόγους.

«Θείο, δεν σε αντέχω, φορές. Θείο» φωνάζει πιο δυνατά.

«Θα με κουφάνεις» -παράπονο από την άλλη πλευρά.

«Να σε ξυπνήσω θέλω».

«Το ξέρω πως ξημέρωσε».

«Οι έξυπνοι ενήλικες», σηκώνει τα χέρια, ψηλά.

«Σοβαρά τώρα».

«Τι σοβαρά, Αρτέμιε φίλε;».

«Δουλεύεις, κυριακάτικα».

«Δε θα το ΄λεγα» -η έκφραση του έχει αλλάξει. Προσπαθεί να μη δείχνει θλιμμένος.

«Θείο η ζωή, είναι ωραία. Πότε πότε, μπορούμε να κάνουμε, χαζομάρες».

«Χωρίς νόημα, εννοείς».

«Ακριβώς». «Θείο, σου ξέφυγε ένα αρχείο», γελά το αγόρι.

«Γκούχου, γκούχου». Είναι η αδελφή του ενήλικα, στην πόρτα. «Μας αφήνεις λίγο μόνους;». Κάνει νόημα, στον γιο της.

Τέλος πάντων, μεταφράζεται η κίνηση των χεριών του παιδιού.

«Καλημέρα, αδελφέ μου».

«Ναι».

-παύση-

«Είσαι καλά;».

«Νόμιζα πως εμείς οι μεγάλοι, πάψαμε να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις», λέει αυτός.

«Είσαι σίγουρος;».

Απάντηση μηδέν.

Η θέση δίπλα στον ιδιοκτήτη του υπολογιστή, καταλαμβάνεται από την νέα συγγενή του. Τοποθετεί το χέρι της γύρω από τους ώμους του. Του χαμογελά.

«Ήθελα να σε δω», του μιλά.

«Έτσι απλά» -τυπική η απάντηση του.

«Ναι. Το ‘χα ανάγκη» -φωνή δυναμωμένη. Ήρεμα όμως.

«Σε ταλαιπωρεί ο μικρός;».

Όχι κουνά το κεφάλι του.

«Έλα. Άστο αυτό, τώρα».

«Δεν τελείωσα ακόμα».

«Δεν θα φύγει από δω».

«Που ξέρεις;» -μισοχαμόγελο. Σα να του έφτιαξε η διάθεση.

«Το ξέρω» -γουρλώνει τα μάτια της.

Ο άλλος απορροφημένος στην οθόνη.

«Σε αγαπώ, ξέρεις».

«Ευχαριστώ».

«Ευχαριστώ, τι;».

«Ευχαριστώ, αδελφή μου».

«Παρακαλώ».

«Γη καλεί αδελφό».

«Όβερ», ακούγεται μέσα απ’ τα δόντια του.

«Δεν πρέπει να δουλεύεις τόσο πολύ». Τώρα κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια της. Πιο αναπαυτικά, στην καρέκλα.

«Βγαίνουμε για φαγητό;», εκδηλώνει την ιδέα της.

«Είναι νωρίς ακόμα».

«Ανοιξιάτικο παγωτό! Συμφωνείς».

«Εντάξει».

«Άλλαξε και σε περιμένουμε στο αμάξι».

Τώρα φαίνεται το κεφάλι του Αρτέμιου, μόλις, στην είσοδο του δωματίου. Αλλάζει γκριμάτσες, χρησιμοποιώντας τα χέρια στο πρόσωπο.

«Θείο, εδώ. Πίσω, μαζί μας». Με τη μαμά του.

«Έμαθα ότι θα κάνετε κι άλλο παιδί. Συγχαρητήρια», απευθύνεται στο ζευγάρι.

«Το προγραμματίζουμε», ακούγεται ο οδηγός.

Ξεκίνησαν.

«Θείο κουράγιο, έ;», σφίγγει τις παιδικές γροθιές.

«Είσαι αστείο παιδί».

«Μετά θα πάμε, για» -παύση- « μπάσκετ!».

«Θα δούμε», αποκρίνεται η μητέρα.

«Άντε πάλι», σηκώνει τα χέρια, το αγόρι. Όλοι ξεσπούν σε γέλια.

Ξανά η ίδια κίνηση με γροθιές, δήθεν θυμωμένο το ανήλικο πρόσωπο. Σα παλαιστής σε αρένα.

(«Λες να μου επιτίθεται το κακό;», συλλογιέται ο Αρτέμιος. «Έχω σκληρή γροθιά, εγώ»).

«Που πάμε;», ρωτά στη συνέχεια, μεγαλόφωνα.

«Για παγωτό», λέει η μάνα. Οι άντρες κουνούν καταφατικά το κεφάλι.

«Θείο! Ιδέα σου ήτανε;».

«Ναι», χαμογελά η μαμά.

«Είδες ο θείος;». Νέα γέλια.

Μια φορά κι έναν καιρό,

στα υπόγεια μιας μυρμηγκοφωλιάς, μια ομάδα από αυτά τα τρισχαριτωμένα πλάσματα, ζωγράφιζαν τη φύση, χαμογελώντας, μη κρύβοντας την όρεξη τους για τούτη την απασχόληση –ευτυχώς ώρες, χωρίς δουλειά.

Κάποιο μυρμήγκι πέρασε, μια στιγμή, ανάμεσα από τους νέους καλλιτέχνες. Πούλαγε ψίχουλα σοκολάτας. Τρώγανε οι ζωγράφοι, και εξακολουθούσαν, επί τω έργο. Ξαφνικά! Ξέφυγε το πινέλο από τα χέρια, ενός από αυτούς, αρχίζοντας να εξωτερικεύει επιφωνήματα χαράς. Ένα άλλο μυρμήγκι, ζωγράφιζε με όλα του τα πόδια! Άλλο πιο γρήγορο, με χέρια πόδια, και τη μύτη: ναι, ναι, αυτό είναι! φώναζε. Δώσε και σ’ εμένα, σοκολάτα! Εσύ πήρες. Όχι, δεν πήρα. Πήρες, σου λέω! Χρειάζομαι ενέργεια. Δεν πουλάω σ’ εσένα. Γιατί; Γιατί από την κατανάλωση, θα αυξηθεί η ζήτηση. Και δεν χαίρεσαι; Όχι, θα βγάλω βραχυπρόθεσμο, μόνο, κέρδος.

Ένα τραγούδι άρχισε. Είχαν ζωηρέψει τα πράγματα.

Μυρμήγκια, να τρώνε σοκολάτα! Που ακούστηκε;

Σο-κο-λά-τα, σο-κο-λά-τα, ευθυμήσανε περισσότερο, οι καλλιτέχνες.

Χαμόγελα μυρμηγκένια.

Ενθουσιασμός, αμέτρητος.

«Ίσως θα ‘πρεπε να τα γράψεις αυτά, καμιά φορά».

«Τι λες, Ουρανία; Αυτό είναι δουλειά του θείου».

Διάλειμμα στο σχολείο.

«Άκου με που σου λέω».

«Λες ανοησίες».

«Θέλεις να τσακωθούμε;».

«Μπορεί να ‘χει πλάκα», αποκρίνεται ο Αρτέμιος, τώρα.

«Πάλι σοκολάτα έφαγες;».

«Όχι, μικρή δεσποινίς. Απλά ρουφάω τη ζωή!».

«Τη δίνη να προσέξεις».

«Είσαι πολύ κατεργάρα».

«Μπα, αυτό είναι δικό σου προτέρημα. Έφυγε κι η γιαγιά σου. Ησύχασες. Που λέει ο λόγος», του χαμογελά.

«Μπα, θα ξανάρθει».

«Πότε;».

«Δεν ξέρω».

Χτυπά το κουδούνι. Επιστροφή στην τάξη.


Τρίτη 15 Απρίλη.

Στο γραφείο του θείου. Σημείωση:

«Με πόσα λίγα, γίνεται, κανείς, ευτυχισμένος».

«Ίσως είναι περιττό, ως άρθρο», σκέφτεται, «αν, δηλαδή, αφού έχουμε, τόσες ανέσεις. Δεν ξέρω, για σίγουρες, με τόσους πολέμους, που ξεσπούν».

Είναι ορεξάτος σήμερα. Τραγουδοσφυρά, κατεβαίνοντας τα σκαλιά, ως την έξοδο από το κτίριο της εφημερίδας. Ωραίο πράγμα, η Άνοιξη. Βγαίνοντας, τα ρουθούνια, αναπνέουν μόνο, το άρωμα των λουλουδιών. Αλήθεια σπουδαίο πράγμα, να εργάζεσαι. Δικαιολογείς πολλά πράγματα.

Σπουδαία και τα χρώματα. Η παρουσία της γης. Η θάλασσα. Ωραία που είναι η θάλασσα.

Πρόσχαρος ο θείος, διανύοντας πεζός, τα στενά, θέλει να φτάσει ως την παραλία. Να μπορείς να χαίρεσαι με τη λάμψη των ματιών των ανθρώπων, γιατί αυτά κινούνται ανάμεσα στα πράγματα, τα ανοίγματα των κτιρίων. Δέχονται το σεβασμό μιας τακτοποιημένης βιτρίνας. Σα να σου χαρίζουν ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα μάλλινο πουλόβερ, ένα τετράδιο. Λίγη πίστη, στους γύρω. Καθετί διεκδικεί ένα ρόλο. Καθετί είναι επαρκώς, όμορφο. Ακόμη κι οι τοίχοι, με τα ξεφτισμένα χρώματα. Η όψη του άλλου, ενόσω σ’ εξυπηρετεί. Ή συνυπάρχει. Η ικανότητα να ‘σαι υγιής, έχοντας δυό πόδια, που σ’ εξυπηρετούν κι αυτά. Φτάνοντας, πάντα, κάπου.

Να μη προδίδεις τους άλλους.

Του γεννιέται η ανάγκη να φάει μήλο. Συναντά ανοιχτό, ένα μανάβικο.

Ναι, δυό μήλα μόνο. Ευχαριστεί για την προθυμία της διευκόλυνσης.

Γέρνει το φως. Έχουν ανάψει δειλά, ορισμένα φώτα. Σα να κάνει ψύχρα, τώρα. Μα κάτι τέτοιο σε ξυπνά. Την ανθρωπιά, την ίδια.

«Την ευγνωμοσύνη στα μάτια των άλλων να ζητάς», συλλογιέται.

«Κάπως έτσι δε θα σου συμβαίνουν κακά πράγματα» -φράση επόμενη, ξανά, από μέσα του.

Παρατηρεί τις παρέες, στα παραλιακά καφέ. Διακόπτει τον περίπατο. Αναπαύεται σ’ ένα παγκάκι. Ωραία η θάλασσα. Τα λιγοστά καΐκια, με τον χρωματισμό τους. Και τις μυρουδιές.

Επιστρέφουν οι μνήμες της δικής του εφηβείας, τότε που υπήρχαν ακόμη, οι 60 και 90 λεπτών, κασέτες, ήχου. Μια έμφυτη αγάπη, να διαλέγεις τραγούδια. Να χαρίζεις πράγματα. Να αγαπάς στη πράξη, την φύση. Τότε που εκτιμούνταν οι αναμνήσεις. Της πρώτης ενήλικης νεότητας. Τώρα πια χαίρονται, με τις ελλείψεις του άλλου.

Ά, η πρώτη νεότητα. Τον πιάνουν ανατριχίλες, μ’ εκείνα τα δικά του, μουσικά, του καιρού του, δεκαετίας 1980, ακούσματα. «Αλήθεια πόσες σε αγάπησαν, αγνά, από τότε; Πόσες είπες; Εκφράζει σεβασμό, ο αριθμός. Για όσες είσαι σίγουρος. Γιατί; Επειδή αλληλογραφούσατε; Και με τα μάτια».

Θα φάει για βράδυ, έξω.

Χαμογελά, έτσι ευδιάθετος.

«Ά ρε θείο», εξακολουθεί το χαμόγελο.

«Ά ρε μπαμπά», πότε θα ακούσει.

Τούτο του θυμίζει, να ‘χεις παρέα, μόνο την ώρα που τη θες.

«Ναι, κάτι τηγανητό», συνεννοείται με τον πρόθυμο σερβιτόρο. «Όχι, επιλέξτε εσείς, μια νοστιμιά». «Εγώ ευχαριστώ».

«Ωραίο πράγμα να ‘σαι ζωντανός».

«Τι άλλο να ζητήσεις;».

«Ναι μαμά, σ’ αγαπάω», είπε κάποια φωνή, σε κάποιο τηλέφωνο.

«Ναι μαμά, θα ‘ρθω κάποια στιγμή να σε δω».

«Μαμά μεγάλωσα».

Τώρα που οι σκοτεινιές της ζωής, συντροφεύονται από τους λαμπτήρες του δήμου, στους στύλους. Τώρα που οικογένειες οργανώνουν, το αυριανό πρόγραμμα. Ορισμένοι διαβάζουν. Ξεκίνησαν ν’ ανοίγουν τα βραδινά εστιατόρια. Τώρα, μερικές ορφανές –από φυσικούς γονείς- ψυχές, τρώνε τα μήλα τους –ενόσω οι κοινωνικοί εξακολουθούν να διαφημίζουν αυτή τους την ιδιότητα. Ορφανές ψυχές, αφήνονται στην αναμεταξύ τους παρέα, όχι άστεγοι από αγάπη, στην κοινωνία που, τους απέρριψε. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν για να βοηθούν εσένα να ξεχνάς κάτι.

Τώρα ο θείος επιστρέφει σπίτι.

«Ποιος είναι πιο ορφανός. Ο χωρίς γονείς ή όποιος δεν τον αποδέχονται;».

«Μην πέφτεις, τώρα», αυτοαναλύεται.

«Προς Θεού, όχι». «Δεν είμαι τόσο αχάριστος».

(όχι να είσαι άδολος, για να ξεγελάς τις τιμωρίες. Μπα όχι).

Η αδελφή του θείου, κοιτά το πρόσωπο της στον καθρέφτη του μπάνιου.

«Είναι δυνατόν να μην αγαπούν αυτό το πρόσωπο;».

«Υπήρξες νεαρό κορίτσι; Σε αγάπησαν;».

(Αν τα όνειρα είναι προνόμιο λίγων).

Είναι ένα πρόσωπο και κάθε πρόσωπο, ανθρώπινο, που δεν καρπώθηκε κάποιο, κάπου, κάπως, βραβείο. Για τις όποιες του γωνίες. Αν επιλέχτηκε για όποιες γωνίες, όποια ομορφιά, μη ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της εσωτερικής ομορφιάς. Με όποιες αντοχές-αξίες, άντεξαν στο χρόνο. Δίχως να γίνονται καρφιά, που κάπως, κάπου, πρέπει να καρφωθούν.

(Δεν υπάρχει τίποτα σίγουρο, σ’ αυτή τη ζωή).

«Τι σκέπτεσαι;», ρωτά ο σύζυγος.

«Να πάρω τηλέφωνο τον αδελφό μου».

«Μάλιστα».

Η ιεροτελεστία του να αλλάξεις, πριν τον ύπνο.

Μη σκέπτεσαι τίποτα. Το αύριο.

Κάποιος σε φροντίζει.

«Ευχαριστώ».


ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: