Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Είναι ένα παιδικό βίντεο.

Η γέννηση του Αρτέμιου, στο νοσοκομείο, σε μονό δωμάτιο. Φυσική γέννα. Η λεχώνα, ο γιατρός, δυο νοσοκόμες, κινηματογραφεί ο πατέρας. Όλα αυτά, μακριά από αδιάκριτα μάτια. Μία κασέτα. Αξιοπρεπώς για το αρχείο του ζευγαριού.

Την ξαναπροβάλλει στο σαλόνι, η μητέρα.

Το μικρό αγόρι, λείπει στο σχολείο. Πρωινός.

Η ταινία θεωρείται ακατάλληλη.

Μόνη της παρακολουθεί το βίντεο. Με τσάι στα χέρια.

Η δική της μάνα, έχει μείνει σ’ ένα χωριό, ψηλά, σε βουνό, στην ηπειρωτική χώρα. Πόσο καιρό έχει να την πάρει τηλέφωνο; Η μάνα την κόρη. Δεν της το συγχωρεί, φαίνεται, που παντρεύτηκε εργάτη σε αποθήκη επεξεργασίας, ψαριών. Ίσως δεν της άρεσε ο γαμπρός. Και η αγάπη του Θεού, που γεννιέται στους ανθρώπους; Περίπατος και αυτή. Τους τη φυλάει, των ανθρώπων. Των φτωχών εννοείται. Κανείς πολιτικός ή συγγενής απατεώνας, δεν τιμωρείται. Η τιμωρία είναι δικό μας προνόμιο. Των φτωχών.

Η κασέτα τελειώνει.

Το ίδιο απόγευμα, 17 Απρίλη, στο δωμάτιο του, ο Αρτέμιος, ταλαιπωρεί το νου του να γράψει μια δική του ιστορία.

«Θείο, κάτσε ν’ ακούσεις», χαμογελά μ’ ετούτη τη σκέψη.

«Ουρανία, ευχαριστώ».

«Το λοιπό», «στυλό, αναπνοές».

-μικρές παύσεις συλλογισμών-

«Ησυχία που έχει σήμερα». «Ευτυχώς να λες».

Του ‘ρθε ιδέα! Γράφει:

«Είναι ένα μουσείο, που ίσως κανείς δεν γνωρίζει, που βρίσκεται. Πιθανόν το συναντούν οι χαμένοι ταξιδιώτες, σε πόλεις και χώρες».

Τώρα, του εξωτερικού; Να ολοκληρώσει τη φράση.

Πάμε παρακάτω.

«Δεν κόβεις εισιτήριο εκεί. Όχι.

Είναι ο χώρος που επισκέπτεσαι, στον ελεύθερο σου χρόνο.

Έχει διαδρόμους, με διάφορα εκθέματα, αντικείμενα. Παραδοσιακά, τοπικά. Στιγμιότυπα με κούκλες από τη σύγχρονη ζωή. Το θέμα είναι, πως επιτρέπεται η είσοδος, στον επόμενο, μετά την απομάκρυνση του ήδη παρόντος, στο μουσείο. Χρόνος αναμονής στην είσοδο, 10 λεπτά. Το θέμα είναι, πως κανείς.. δεν βγήκε ποτέ από εκεί;

Γιατί;

Όποιος ή όποια, προσελκυόταν για πολλά λεπτά, από το οπτικό θέαμα, ενός εκθέματος, γινόταν ο ίδιος ή ίδια, έκθεμα. Σα δίνη που ρουφούσε τον, την, επισκέπτη. Ίσως ήταν σημαντικό είδος, ανθρώπου, που δεν έπρεπε να χαραμίζεται στην κοινωνία».

Διακόπτει προσωρινά.

Ρίχνει στον αέρα, το στυλό.

«Τι κάνεις εκεί;», ακούει τη φωνή του πατέρα, πίσω του.

«Διαβάζω».

Πλησιάζει το παιδί.

«Και που είναι το βιβλίο;».

«Γράφω μια έκθεση».

Ο κηδεμόνας σέρνει το τετράδιο κοντά του.

«Ποιον κοροϊδεύεις;» επιπλήττει το αγόρι.

«Κανέναν».

«Τι πας να αποδείξεις;».

«Τίποτα, αλήθεια», παίρνει μια ας πούμε, στάση άμυνας, το αγόρι.

«Μη σε ξαναπιάσω να μην κάνεις τα μαθήματα σου».

«Μόνο αυτά, έ;».

«Με αμφισβητείς;».

«Όχι κύριε».

«Κάνεις κακές παρέες;».

«Τα μάτια μας έχουν μυαλό».

«Είσαι έξυπνος, έ;».

Ο Αρτέμιος κοιτά τον πατέρα του.

«Μην επαναληφθεί».

«Καλά».

Ο πατέρας βγαίνει από το δωμάτιο. Τον ακούει να χτυπά το χέρι, κάπου, σε κάποια επιφάνεια, σε κάποιο δωμάτιο.

Το αγόρι αποφασίζει να συνεχίσει την ιστορία του;

«Το θέμα, είναι, πως αυτά τα ελάχιστα παράθυρα του μουσείου, κοιτούν σε μια έρημο. Με ανθρώπους πάντα, να φεύγουν στον ορίζοντα της. Όπως κοιτά κανείς, από μέσα από το εσωτερικό του μουσείου. Όσοι έχουν βέβαια, μυαλό στα μάτια.

Το θέμα, πάλι, είναι, πως ελάχιστα παιδιά, γίνονται εκθέματα.

Τα υπόλοιπα φαίνεται, ή μένουν εκεί, στην αρχή της ερήμου, ωσότου μεγαλώσουν, ή αποκτούν μορφή ενήλικα, μόλις, τους ρουφήξει άλλου είδους δίνη, στέλνοντας τα παιδιά στην έρημο».

(«όπου, τους πνίγουν τα όνειρα», προσθέτει στη σκέψη του).

«Κι όμως μια έρημος έχει ενδιαφέρον», εκφράζεται μεγαλόφωνα.

Επιστρέφει στο γραπτό: «υπάρχουν βέβαια, κάτι πίνακες σε τοίχους του μουσείου, που προειδοποιούν τους επισκέπτες, μα κανένας δεν ακούει. Τώρα γιατί».

«Φαίνεται θεωρούν τον εαυτό τους, σημαντικότερο όλων».

«Καλά τσουλάει, έως εδώ, έ πλοίο μου;».

«Περιμένω απάντηση». Χαμογελά.

«Ελπίζω να διαβάζεις εκεί μέσα!» -η αυστηρή φωνή του κηδεμόνα.

(«Φοβάσαι μη γίνω εργάτης σαν και εσένα; Με πολύτιμους κάλους στα χέρια»).

(«Ας διαβάσω τα μαθήματα»).

Το ίδιο βράδυ

ο Αρτέμιος παίρνει τηλέφωνο τον θείο του.

«Έλα θείο».

«Έλα φίλε». «Θες κάτι;».

«Ναι, καλά είμαι. Πήρα να σου πω, καληνύχτα».

«Ευχαριστώ παιδί μου». «Καλό σου βράδυ. Εννοώ, καλόν ύπνο».

«Ευχαριστώ, θείο».

-παύση-

«Θείο, έγραψα μια ιστορία!».

«Μπράβο, φίλε».

«Καληνύχτα θείο».

«Καληνύχτα».

«Ωραία έκπληξη», σκέφτεται ο θείος.

Χαμογελά, που τον σκέπτονται, πότε πότε.


Πρωί, επομένη,

Παρασκευή, 18 Απριλίου.

Ο πατέρας του Αρτέμιου, έκτακτα, έχει μετατεθεί σε ένα ψαράδικο. Για μια μέρα μόνο. Τηλεφωνεί, χρησιμοποιώντας το δορυφορικό τηλέφωνο του ιδιοκτήτη, του πλοιαρίου.

«Έλα».

«Έλα», απαντά η γυναίκα του, στο σπίτι τους. «Πως κι αυτό;».

«Δουλεύω αλλού, σήμερα. Σε πήρα να ενημερώσω».

«Μπράβο», συγκαταβαίνει αυτή.

«Δεν είσαι περίεργη, που;».

«Όχι».

«Ούτε λίγο;».

«Άντε λέγε, έχω και δουλειές», ξεφυσά η σύντροφος.

«Στη θάλασσα. Σήμερα μόνο».

«Ωραία. Καλή δουλειά».

-παύση-

«Έχει κύμα;», ρωτά αυτή.

Γελάει ο σύζυγος.

«Έλα έλα, κλείσε. Αρκετά», μιλά αυτή. «Άντρες».

Σε λιγότερο από 40 λεπτά, ένα σμήνος μαχητικών, σχίζουν τον αέρα, σε μικρή απόσταση, εκεί ψηλά, από το ψαράδικο. Ο πατέρας του μικρού, κοιτά τον ουρανό. Τα υπερηχητικά, στρατιωτικά, αεροπλάνα, κατευθύνονται νοτιοανατολικά.

Σα να βιάζονται, παρατηρεί, ο πατέρας.

«Βιάζονται», χαμογελά με την πρόχειρη διαπίστωση του. Επιστρέφει στη δουλειά.


Στο σχολείο. Ακούει ο μικρός.

Άντε να προσέξεις τη δασκάλα, με τέτοιο θόρυβο.

«Άλλοι πεινάνε, κι άλλοι χαλάνε καύσιμα», συλλογίζεται ο Αρτέμιος. Άλλη σκέψη: «ας ανοίξει κάποιος, τα τζάμια».

Η δασκάλα είναι λίγο ιδιότροπη. Κρυώνει με το παραμικρό.

Αυτή τη στιγμή, διδάσκεται γραμματική. Συνώνυμα.

«Όρεξη που την έχει», βαστά το σαγόνι και με τις δύο παλάμες, το αγόρι. «Άνοιξη πράγμα, τέτοια πόρωση». Χαμογελά. Γυρίζει προς τα πίσω. «Ακούς;», κάνει νόημα στην Ουρανία.

«Τι;», απορεί αυτή.

Ο Αρτέμιος ανασηκώνει τους ώμους. Στρέφει εμπρός, εξακολουθώντας να χαμογελά.

Το ίδιο βράδυ, η οικογένεια του αγοριού, παρακολουθούν ειδήσεις: κοινωνικά, πολιτιστικά. Έκτακτη είδηση: επίκειται μερική επιστράτευση, γιατί θίγονται τα συμφέροντα του Έθνους, σε έναν ξένο τόπο.

Ο Αρτέμιος χλωμιάζει μ’ ετούτο που ακούει.

Τι σημαίνει; Πως είναι δυνατόν;

Κοιτά το πρόσωπο του πατέρα του –εκείνος αντιμετωπίζει την πιθανότητα, τούτου του πολέμου, ήσυχος. Ιδιαίτερα ήσυχος.

Το μικρό αγόρι, αγνοεί, εκείνο το: μερική, που άκουσε. Πόσοι θα ήταν όσοι θα έφευγαν, και πότε, για έναν πόλεμο.

«Πόλεμο;», λέει από μέσα του, το παιδί, μετακινούμενο ήσυχα, στο δωμάτιο του.

Κάθεται στο κρεβάτι. Μια ορμή προς συναίσθηση του περιβάλλοντος, ξυπνά σ’ όλο του το είναι. Τι σήμαινε το δωμάτιο. Ποιος παρέχει τούτη την άνεση. Θα την έχανε;

Το σπίτι ως την ώρα του ύπνου, είναι ιδιαίτερα, ήσυχο.

Ούτε που περνά από τον νου του Αρτέμιου, αν θα συζητούν οι γονείς, και τι.

Κάνει ταραγμένο ύπνο:

Είναι μια έρημος.

Άνθρωποι φεύγουν στον ορίζοντα.

Προσπαθεί να τους φωνάξει, μα είναι μουγκός. Τους ακολουθεί.

Από κοντύτερα, παρατηρεί, πως εκείνοι που περπατάνε με άνεση, τους χτυπά το σώμα, δυνατός άνεμος. Αυτοί των οποίων δυσκολευόταν η μετακίνηση, τους συνόδευαν, ελαφρά μποφόρ. Περίεργο.

Τώρα οι άνθρωποι είναι όγκοι άμμου, με το γνωστό, της ιδιομορφίας του ντυσίματος των πρωτόπλαστων. Τώρα οι όγκοι στερεοποιούνται.

«Μη φεύγεις».

Ένα πλήθος μικρών παιδιών φαίνονται, μακριά, γύρω γύρω, να πλησιάζουν.

Περιμένει.

Ακόμα;

Ακόμα;

Ακόμα πλησιάζουν;

Τώρα στις πλάτες των ανθρώπινων όγκων, σχηματίζονται ονόματα. Σαν τύμβοι. Ένα απέραντο νεκροταφείο;

Επιχειρεί να ακουμπήσει κάποιον, όμως το χέρι του διαπερνά, κάτι που δεν του ανήκει.

«Δεν μου ανήκει;».

Ποιος ορίζει, ποιος θα πεθάνει και που;

Τώρα όλος ο κόσμος είναι παιδικά δωμάτια, με συνηθισμένες εικόνες μέσα τους.

Τώρα κάτι σχοινιά, σα να ξεχειλώνονται οι τοίχοι, τεντωμένα, σηκώνονται ψηλά. Στην άκρη τους βρίσκονται πίνακες, με ξύλινο πλαίσιο. Ο Αρτέμιος κάνει προσπάθεια να δει τι απεικονίζουν. Αδυνατεί.

Η άμμος είναι σπόροι! Βυθίζεται μέσα τους. Βοήθεια.

Βοήθεια!!

Τώρα οι σπόροι είναι ένα ασφαλές υγρό, που πιέζει προς τα πάνω, ότι το πατά. Τα δωμάτια γίνανε φουσκάλες, που φεύγουν στον ορίζοντα. Σκοτεινιάζει ο χώρος, ήσυχα.

Είναι η αγάπη.

Είναι η προηγούμενη ώρα, για ύπνο, πριν φανεί το Σάββατο, 19 Απριλίου.

Το μικρό αγόρι κοιτά την αφίσα με το πλοίο, που ως αντικείμενο, θαύμαζε. Τώρα τον αφήνει αδιάφορο. Ίσως φταίνε οι νέοι ζωγράφοι, με τα κοκκινωπά –που στάζουν- πινέλα.

Ξημέρωσε.

Στην ακρογιαλιά, με την φίλη του Ουρανία, και τη μαμά της, ν’ απολαμβάνει –εκείνη- περιέργως αισιόδοξη, τα φωτογραφικά κλικ, των οφθαλμών της.

Οι ειδήσεις όμως, για επικείμενο πόλεμο, έχει επηρεάσει αρνητικά, τους περισσότερους κατοίκους του νησιού. Αγνοούν τι να περιμένουν.

Σα ν’ ακούς ένα Πορτογαλικό, Fado, σε κάποιο χωριό, σ’ εκείνη τη χώρα, σε καφενεία, ως τη μόνη παρηγοριά των θαμώνων. Στην καθημερινότητα, παραπέρα.

«Θα αλλάξουν, λες, τα πράγματα;», ρωτά τη φίλη του.

«Δεν ξέρω». Ούτε αυτή έχει όρεξη.

«Η μαμά σου δεν δίνει σημασία».

«Ούτε και τα βουνά, γύρω».

-ελάχιστη παύση-

«Δεν σε καταλαβαίνω, Ουρανία».

«Ίσως είναι η άμυνα της, αυτό. Δες την ήσυχα που κάθεται», μιλά γλυκά γλυκά, η μικρή.

Ο Αρτέμιος στρέφει προς το μέρος που το υποδείξανε.

Ναι, κουνά καταφατικά, το κεφάλι.

«Ίσως, φίλε, να μην είναι τόσο τραγικά, τα πράγματα».

«Αυτό, μου θυμίζει όσους μεταχειρίζονται τα αντικείμενα, ως μέσο για να παραστήσουν, κάποιο ρόλο».

«Τώρα, η ίδια, δεν σε καταλαβαίνω».

Στο δωμάτιο του, σε λίγες ώρες.

Σκέφτεται: «ώστε έχουν τόση δύναμη, τα όπλα. Εμπρός στη φύση και τα θαύματα της, που δεν ενοχλούν, κανένα. Παρόλα αυτά, μας παρέχουν οξυγόνο. Έστω κι αν δεν το αξίζουμε».

Τοποθετεί τη παλάμη, στο ακουστικό του τηλεφώνου.

-ο ήλιος είναι εκτυφλωτικός, σήμερα-

Θέλει να καλέσει τον θείο του. Πιστεύει, ότι του μοιάζει, έστω κι αν εκείνος είναι ενήλικος. Ίσως έχει μια γνώμη για όλα αυτά τα παράλογα, που με αντικρουόμενες γνώμες, πάσχιζαν οι συζητήσεις στην T.V.

-μικρή παύση-

Η παλάμη βρίσκεται στο σημείο επαφής, με άλλο νοήμων, λογικό δίποδο.

«Τουλάχιστον αυτός εκτιμά τα ενδιαφέροντα μου», εκφράζεται μεγαλόφωνα. Χαμογελά προς στιγμή.

Η μυρουδιά από μακαρόνια που μαγειρεύονται, ποτίζει τα ρουθούνια.

Τόσο παστρικά, όλα, εδώ μέσα.

«Όταν ξεκινάς κάτι, πρέπει να το τελειώνεις», θα του ‘λεγε ξανά, ο θείος.

«Α ρε θείο».

Καλεί με αθώα μάτια, τον συγγενή.

Αυτό που θα ακούσει όμως, σε λίγο: ο θείος του θα πάει εθελοντής, σε αυτό τον πόλεμο!

«Γιατί;», ρωτά το αγόρι, σχεδόν ανήσυχο. Μες την άγνοια του, ως αίσθηση διαβίωσης σε μια κλειστή, περιμετρικά, επαρχία, από τον γενικά ευρύτερα εξωτερικό, κόσμο. Πέρα από το νησί.

«Θέλω να αισθανθώ ανόητος, ως άνθρωπος».

«Μη μου πεις, ότι πας, να βγάλεις υλικό για να γράψεις».

«Όχι παιδί μου. Εκεί δεν μετράνε τα λόγια. Στον πόλεμο. Απλά θέλω να πάω στον πόλεμο, γιατί πιστεύω πως έχω αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς με τη ζωή. Όπως τα όνειρα που τελευταία βλέπω, να ξαναπηγαίνω να υπηρετώ στον στρατό, ή ν’ αναγκάζομαι να περάσω τις τελευταίες τάξεις του λυκείου. Καμπανάκια που μου χτυπά η ζωή, ότι δεν βιώνω τίποτα φυσιολογικά, όπως καθετί στην ώρα του, στη φύση».

«Τι φυσιολογικό έχει ο πόλεμος;».

«Η θέση που σου δίνει, να αισθανθείς σημαντικός. Να προσφέρεις».

«Αλλόκοτα μου τα λες, σήμερα, θείο».

«Μιλώ πολύ σοβαρά».

«Μήπως περνάς ερωτική απογοήτευση;».

«Που τα ‘μαθες εσύ, αυτά;».

«Θείο, είπαμε, μένεις πίσω. Οι εξελίξεις τρέχουν».

«Γι’ αυτό θα πάω να βοηθήσω».

«Ανόητος μου λες, θείο, σημαντικός πάλι τώρα. Μήπως τα ‘χεις μπερδέψει;».

-παύση-

Ο Αρτέμιος θέλει να μιλήσει κι άλλο:

«Ίσως είσαι σαν αυτούς, που δεν θέλουν να πάνε, γιατί ο δυνατός αέρας της ζωής, παρεξηγώντας τον, πιστεύουν πως δυσκολεύει την κίνηση τους. Ίσως αδιαφορείς, θείο».

«Με λες πολεμόχαρο;».

«Μάλλον η εύκολη λύση, να σε αποδεχτούν. Τώρα πως, σκοτώνοντας κόσμο, που δεν γνωρίζεις. Εκεί μακριά».

«Δεν είναι σίγουρο ότι θα σκοτώσω».

«Έτσι λες τώρα. Μα σαν θα μετανιώσεις, θείο, θα ‘ναι αργά ήδη».

-Ελάχιστη παύση-

«Θείο, δεν μας ανήκει η ζωή των άλλων».

Στο κρεβάτι του, ανάσκελα, φαρδύς πλατύς, λίγο αργότερα, ο Αρτέμιος.

«Μήπως θα ‘πρεπε να το θέσω ως ερώτηση;».

«Θείο, δεν μας ανήκει η ζωή των άλλων;».

«Με το να συμπαραστεκόμαστε, πρακτικά όμως».

Έχει την ανάγκη να δει τον πατέρα του.

Τον συναντά στην κουζίνα. Ετοιμάζει καφέ. Χαμογελά στο αγόρι.

Το αγόρι στέκεται δίπλα στο πρόσωπο, που χάρη στην αγάπη, βγήκε ένας σπινθήρας δημιουργίας ζωής, μες τη κοιλιά της μάνας. Μάνα. Βαριά, σημαντική, έννοια.

«Έχει μπισκότα;», δεν ξέρει το αγόρι, πως αλλιώς να επικοινωνήσει ζεστά, με τον μπαμπά του. Ο κηδεμόνας κατεβάζει από το ντουλάπι, τα αγαπημένα του μικρού του σπόρου, ζωής. Το αγόρι πλησιάζει, κοντύτερα. Ως να χαθεί στην αγκαλιά του πατέρα, κλαίγοντας ο κοντόσωμος άνθρωπος.


Η δυστυχία, ενώνει

τους ανθρώπους;

Στα περισπούδαστα υπουργεία, στην ηπειρωτική χώρα, συζητούν τον αριθμό των στρατιωτών που θα στείλουν, αναφέρεται στις μεσημεριανές ειδήσεις της Κυριακής.

Η αναταραχή της αντίδρασης όλου αυτού, στο νησί, αρχίζει να εντείνεται.

Το ίδιο απόγευμα, βγαίνει ανακοίνωση, τοπικά, πως απεργούν όλοι οι εκπαιδευτικοί.

«Νόμιζα πως θα χαιρόσουν», μιλά στο αγόρι, η Ουρανία. Το συναντά πρωί Δευτέρας, δίπλα στη γνωστή μπασκέτα, στο τσιμεντένιο ελεύθερο, χώρο, δίπλα στην πυλωτή της πολυκατοικίας, όπου ανήκε το διαμέρισμα που διέμενε ο Αρτέμιος.

«Να χαρώ, για τι;», αντιδρά αυτός.

«Που δεν έχουμε μαθήματα».

«Μήπως και για τον πόλεμο;».

«Γιατί εσύ θα πας;», αποκρίνεται το κορίτσι, με ήσυχη, ανθρώπινη, απειρία, περί πραγματικότητας.

«Ο ηλίθιος ο θείος!».

«Τι έπαθες πάλι;», τον επιπλήττει.

«Πάει εθελοντής, το φαντάζεσαι», φωνάζει. «Με την ίδια ευκολία, που πατά κάποιος τη σκανδάλη. Φαντάζεσαι δηλαδή, να ‘μουν παιδί, σε ξένο χώρο, που το σκοτώνουν χωρίς δεύτερη λέξη», σα να μετριάζει τώρα, τη ταραχή του. Αμέσως προσθέτει: «Δηλαδή θα με καθάριζε κι εμένα, αν δεν με γνώριζε, εκεί».

«Τον έχεις τόσο κακό;».

«Κακό όχι. Ανόητο σίγουρα».

«Που τις έμαθες εσύ, τόσο κακές λέξεις;», του χαμογελά, μισοπονηρά.

«Στην κοσμάρα σου, εσύ! Πόλεμος θα γίνει, εσύ τρία πουλάκια».

«Δεν είπα πως δεν με νοιάζει», μουτρώνει αυτή.

«Συγνώμη», πλησιάζει τη συνομήλικη φίλη.

«Μη μ’ αγγίζεις!», αντιδρά το κοριτσάκι.

«Κι αυτό η αδελφή σου, στο έμαθε;».

«Ά δεν τρώγεσαι εσύ!», απομακρύνεται από το αγόρι.

Είναι όπως, ενόσω, τους έχεις γραμμένους, τους γείτονες που πουλάνε λογική, ή γνωρίζουν τα πάντα! Για τους γύρω: Τι τρως! Αν δουλεύεις! Πότε βγαίνεις από το σπίτι, και γιατί. Αλήθεια τέτοια ενότητα στην Κοινωνία! Που καταλήγει, να αποδέχονται οι πολίτες, τις όποιες αποφάσεις μιας τρελής Κυβέρνησης.

Τετάρτη 23 Απριλίου. Η επιστράτευση έχει αρχίσει.

Στο νησί έχει δοθεί εντολή, να μείνουν μόνο, οι άντρες, άνω των 57 κεριών. Από τους χιλιάδες στρατιώτες που θα φύγουν, δεν ανήκουν όσοι είχαν μέσο, υπηρετώντας αρχικά, δίπλα στα σπίτια τους.

Η επιστράτευση δεν περιμένει.

Έχουν φτάσει ήδη, τα πρώτα μεγάλα πλοία, στο κύριο λιμάνι του νησιού. Ταχυκαρδία έχει πιάσει τους κατοίκους. Κυρίως τα γυναικόπαιδα που αποχαιρετούν, συζύγους, αδελφούς, φίλους, γνωστούς και λοιπούς, άντρες.

Να, επιβιβάζονται ήδη, με όλο τον προβλεπόμενο εξοπλισμό.

Τα δυο παιδιά παρακολουθούν παρομοίως, τη φυγή των πατεράδων τους.

«Δεν είδα τον θείο σου».

Ο Αρτέμιος δεν απαντά.

(«θα ‘χει ήδη φύγει, με κανένα άλλο μέσο, αυτός». «Πάει να σκοτώσει, παιδάκια!!»), νευριάζει από μέσα του.

«Δείξε λίγο έλεος», της έρχεται επιφοίτηση, της μικρής, ακουμπώντας τον ώμο του αγοριού.

«Δεν ξέρουν τι κάνουν, Ουρανία».

«Ποιος λέει όχι στην Κυβέρνηση».

«Μα τέτοια ανοησία, πια».

Σκέφτονται

να επαναλειτουργήσουν τα σχολεία.

«Γιατί άραγε;», συλλογίζεται ο Αρτέμιος. «Για να διδάξουν, πως το να ‘σαι λυπημένος, δεν είναι ψυχολογικό πρόβλημα, εφόσον γίνεται πόλεμος;».

Θέλει να γράψει γι’ αυτό.

Μια έκθεση που κανείς ειδήμων, δεν θα βαθμολογήσει.

Να και ο τίτλος: «Δεν μας ανήκει η ζωή των άλλων;».

Ξύνει το κεφάλι του.

-Βράδυ πέμπτης. 24 Απρίλη-

Η ώρα που στις ειδήσεις αναφέρεται πως επ’ ουδενί δεν πρέπει να διαταραχθεί ο ρυθμός ζωής στις πόλεις, στη χώρα. Με μια ευχή στο στόμα του δημοσιογράφου: «ο Θεός, να φυλά τους στρατιώτες μας, εκεί μακριά».

Το παιδί γράφει: «Αλήθεια άμυαλοι είστε, άνθρωποι, που πάτε και καταλαμβάνετε μια ξένη χώρα, γιατί, σας θίξανε τα συμφέροντα, εκεί».

Ξαναξύνει το κεφάλι.

«Ποιος, σας έδωσε, σας δίνει το δικαίωμα, να»,

-Διακοπή-

ξεφυσά.

«διαλέγετε, τι είναι πόνος. Ποιοι υποχρεώνονται να προσφέρουν περισσότερα, στην Πατρίδα. Πατεράδες. Το ανθρώπινο είδος της δικής μας, μορφής, ενωμένης οικογένειας. Όχι μπαμπάς εργοστάσιο, παραγωγής χρημάτων. Μόνο αυτό. Έπειτα περισπούδαστοι κρατούντες, διαλέγετε να αλλοιώσετε τους δεσμούς μας, γιατί, σας αφαίρεσαν το δικαίωμα να μην αρμέγετε μια ξένη γη. Που δεν σας ανήκει, μήτε κείνα τα ζευγάρια ματιών, που θα διατάξετε να σβήσουν το φως, από αλλοδαπά, ζευγάρια, μάτια. Έτσι απλά».

Σταματά προς το παρόν.

Το στομάχι του σφίγγεται από την έλλειψη του πατέρα.

Κάθε περιουσίας, ενήλικου ως ένα όριο ηλικίας, αρσενικού, στο νησί.

Κάτι δεκαεπτάχρονα αγόρια, μαθεύτηκε πως ετοίμαζαν κρυφά, ταξίδι, προς τα κέντρα –έστω και ως πρόγραμμα μερικής επιστράτευσης- στην ηπειρωτική χώρα. Ξύλο που φάγανε από τις μανάδες τους.

«Έτσι λοιπόν», ξαναπιάνει το μολύβι.

«Μόνο αν είσαι παιδί ή γέρος, έχεις ανθρωπιά, ή δικαίωμα να πεις, όχι. Δεν θα πάω να σκοτώσω. Δεν θα πάω».

Διακόπτει ξανά.

Θεέ μου, πως τον καλεί το χαρτί.

Θυμάται μόλις, μια γνώμη που άκουσε, δε θυμάται που, γνώμη αρνητική, πως οι αφοσιωμένοι συγγραφείς, είναι σα δαιμονισμένοι. Δεν ξέρουν τι κάνουν. Πόσο κακό στον εαυτό τους!

Μα δεν βρισκόταν κανείς, να τους συνεφέρει;

“Γεννά εμπρός του”, τον θείο του.

«Αλήθεια θείο, δεν σου στάθηκε κανείς. Γι’ αυτό είπες και το ‘κανες. Έφυγες μακριά. Πριν σε καλέσει το Κράτος, να»,

διακοπή σκέψης τώρα.

«Που βρίσκεσαι τώρα; Τι κάνεις; Συζητάς με τους πατριώτες συμπολεμιστές;».

Τώρα που οι διαφημίσεις πάψανε, στη μεγαλύτερη διάρκεια τους, στην τηλεόραση, ώστε να προπαγανδίζεται ως θεμιτός, ο πόλεμος. Σα να είναι αέρας, οι άνθρωποι. Δίχως όνομα, επίθετο, παρουσία.


Σε κλίμακα ένα προς ένα

Τώρα που οι άνθρωποι πρέπει να ξεχάσουν, πως το να καταπιέζουν, τους δικούς τους, με υστερίες, δεν υφίσταται πια. Αφού όλοι πρέπει να πάθουν για άλλο λόγο, έλκος: ανησυχώντας για την τύχη των δικών τους, μακριά, στα ξένα. Χάνοντας εδώ και καιρό, τον προσανατολισμό τους, που είναι αυτό το μακριά, κι αν υπάρχουν χώρες, γύρω γύρω. Γιατί δεν πήγανε ποτέ. Αλήθεια ζουν άνθρωποι κι αλλού; Εκτός ενός τόσο δυνατού, Έθνους.

Τώρα που λογοκρίνονται οι ειδήσεις για επιστροφές σωμάτων, σε κάσες. Μια αόριστη αύρα, να ασχολείσαι με τον εαυτούλη σου.

Τώρα που φαντάζουν, εκείνοι οι στρατιώτες, σε μια ξένη χώρα, σα τους βασανισμένους, στις φέτες, στη σκηνή του τσίρκου, που κυνηγούσε το αυτόματο ρομπότ. Σα να παίρνανε θαρρείς, τώρα, εκδίκηση, οι ταλαιπωρημένοι. Εκείνα τα παιδιά που γίνονταν αναρχικοί, κάπου όπου δικαιολογούταν. Ετούτος ο μοναδικός τρόπος, αντίδρασης. Ζωσμένοι με νόμιμα όπλα. Υπερασπίζοντας τις αγελάδες, που χάριζαν πίσω στη Πατρίδα, διαφόρων ειδών, προνόμια.

Η προπαγάνδα, θαρρείς, να μην δίνεις σημασία, σε όλο αυτό που συμβαίνει, θαρρείς, γιγαντώθηκε στους κατοίκους του νησιού.

Σε τυπικότητα να λειτουργούν τα πάντα.

Ελεύθερα!

(κανείς δεν επικρίνεται!).

Αντίθετα, παρακινούνται, διάφορες δραστηριότητες.

Φαίνεται όμως, ποιοι εξακολουθούν να διαθέτουν ανθρωπιά, μες τον πόνο τους. Την όποια ανησυχία, εξωτερικεύει, κανείς. Που πήγαν τα πείσματα, οι κακίες, η ησυχία που ενοχλούσε.

Μια ζωή να ασχολείσαι με τους άλλους.

Πότε αναπνέεις. Γιατί; -ήμαρτον.

Πάνε αυτά.

Τα μαθήματα, ναι, ξεκίνησαν πάλι.

Και κυριακή! μάλιστα (29 Απρίλη, σήμερα).

Στο σπίτι, αργότερα, του Αρτέμιου:

«Δηλαδή εγώ τώρα, πρέπει να μη δίνω σημασία;», θυμώνει, απευθυνόμενος στη μητέρα του.

«Δεν φταις εσύ, τίποτα».

«Τον σκέπτεσαι;».

«Τον αγαπώ τον πατέρα σου».

Ναι, συγκαταβαίνει το παιδί, με μια κίνηση.

«Δηλαδή εγώ τώρα, δεν πρέπει να θυμώνω;», της μιλά, ξεφυσώντας στο τέλος.

«Τι θ’ αλλάξει μ’ αυτό;» -η απάντηση της.

«Συμφωνείς;».

«Αγόρι μου» -τον αγκαλιάζει. «Δεν είναι δική μας, ευθύνη».

«Η ζωή των άλλων;».

Μια αόριστη, εν συνεχεία, σιωπή. Αγκαλιά.

Σα να αηδιάζεις κρυφά, για τα της πραγματικότητας.

Που πήγαν τώρα, όλοι αυτοί που τσακώνονται, για ψύλλου πήδημα;

Παίρνουν το αίμα τους πίσω, ως αναγκαστικοί αναρχικοί, σε ξένη χώρα.


Το άγχος του Αρτέμιου,

πάει, μεγάλωσε αρκετά.

ούτε τα κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση, βοηθούν να ξεχνάς.

Τι;

Τις νεκροφόρες που αύξησαν τα δρομολόγια;

Τα σχέδια, για αποστολή περισσότερων στρατευμάτων;

Τις διαφημίσεις που επανέκαμψαν. Γιατί κέρδη είναι αυτά. Η ανάγκη για λούσα και μόστρα πρόκλησης, δεν είναι δυνατόν να πάψει.

Οι τσακωμοί στα τηλεοπτικά παράθυρα, για το γιατί ενός πολέμου, ποιους επηρεάζει.

Ξεφυσά το αγόρι. Στριφογυρνά στο κρεβάτι.

Τη μέρα είναι; Έχει σημασία;

Σηκώνεται κάθε τόσο, αδειάζει από υγρά, στην τουαλέτα.

Κάποια στιγμή, οριζοντιωμένος, αισθάνεται μια γλυκιά δύναμη να τον ηρεμεί.

Κοιμήθηκε.

Νέο όνειρο: Είναι μια εκκλησία. Αδιευκρίνιστη η ώρα.

Χριστιανικός τόπος, λατρείας. Ηρεμίας.

Τέτοια σιωπή.

Μια ηχώ συνοδεύει, κάθε παραμικρή κίνηση.

Πότε πότε, ακούγεται ένας κτύπος, σα σε ξύλο, ρυθμικός. Μετά παύει.

Σα να ‘ναι ενωμένες δύο διαστάσεις: μία τα πράγματα, μ’ ένα θολό, θαρρείς, κυκλικό σκηνικό, με παραγράφους και γραμμένα. Που κάθε τόσο που επιχειρείς να πλησιάσεις, μπας και τα διαβάσεις, αλλάζουν θέση.

«Έπρεπε να διαβάζεις πότε πότε», ακούστηκε από το κουβούκλιο του εξομολογητηρίου.

«Γιατί όταν τα βλέπεις γραμμένα, μόνο τότε υφίστανται», πρόσθεσε η άγνωστη αντρική, φωνή, από το ίδιο σημείο.

Τώρα, ένα δυνατό, λευκό, φως, σήμανε στον εσωτερικό χώρο θρησκευτικής λατρείας. Τώρα, το δάπεδο είναι όλο πίνακες. Νωπές θαρρείς, ζωγραφιές, από βίους αγίων.

Ο Αρτέμιος σηκώνεται από ένα έδρανο.

«Πρόσεχε που πατάς», νέα ομιλία, από το εξομολογητήριο.

-σιγή-

«Δεν είναι κανείς, μόνος», μίλησαν όλοι μαζί, τα Άγια πρόσωπα.


Ναι. Υπάρχουν ημερομηνίες ακόμα:

Δευτέρα 28 Απριλίου.

Τα πάντα είναι ένα.

Τα φυσικά φαινόμενα, με την παρουσία των ανθρώπων: ειρηνικά μεταβαλλόμενοι ρυθμοί, απ’ όσο θυμάται κανείς, τον εαυτό του. Προσπαθώντας να μη σκέφτεσαι συνέχεια, τα πως και τα γιατί, μη σου ‘ρθει τρέλα, π.χ. γιατί υπάρχει βαρύτητα. Γιατί να έχουν συγκεκριμένο ύψος και πλάτος, άνθρωποι, πράγματα, είδη πανίδας ή ως χλωρίδα. Γιατί να ‘χουμε χωρίσει τις ώρες, σε 24, και ποιος εφηύρε τα δευτερόλεπτα. Ύστερα το παραξιλώνεις: για τον ρυθμό αλλαγής, τόσο τακτοποιημένα, των δευτερολέπτων. Γιατί περιστρέφεται η γη, και άλλα παρόμοια, μη σημαντικά…

Θεωρώντας οι άνθρωποι, πως ναι, ζούνε λίγα χρόνια, κι αντί να το απολαύσουν, τρέχουν να προλάβουν να νιώσουν πρώτα, νέοι, ύστερα επιτυχημένοι, στη συνέχεια, άξιοι γονείς. Στο τέλος βρίσκονται στο ρινγκ όπου παλεύουν με αρρώστιες ως κατάληξη ενός μαραθώνιου εμπειριών.

Έχοντας φυσικά, το ψέμα, τη μωρουδίστικη εσαεί, πιπίλα, στο στόμα.

Πέρα από τη μαντεψιά στο βλέμμα του άλλου, για τα πως και τα γιατί, της προηγούμενης ημέρας, ζωών που δεν μας ανήκει ο έλεγχος.

Τα πάντα, στρεβλώς, τα επικοινωνιακά, μεταξύ ανθρώπων, λένε, είναι ένα. Τα πάντα, αλήθεια τώρα, μεταξύ των ειρηνικών ανθρώπων, με τη φύση, είναι όντως, ένα.

Κάτι, πρέπει να υπερασπίσει, οτιδήποτε αγαθό, επιβιώνει ακόμα.

Το νησί όπου μένει, και ο Αρτέμιος, είναι ένας τόπος, εννοείται στα γεωγραφικά του πλάτη και ύψη, όπου καρποφορεί η φύση, ήσυχα. Τα πάντα στο ζωικό βασίλειο, εξακολουθούν στον φυσιολογικό κύκλο, διαβίωσης.

Αυτό που θα συνέβαινε όμως, λίγο μετά το ξεκίνημα του πολέμου, που διέταξαν οι σοφοί, στην ηπειρωτική χώρα: δεν μπορούσαν να το διαισθανθούν, στο ξεκίνημα του, μήτε τα ζώα και τα πουλιά, με τις περίφημες τους διαισθήσεις.

Αργά αργά, ενόσω η επιστράτευση θα κλιμακωνόταν, στέλνοντας αθώες ψυχές, να εκτελέσουν άγνωστες τους, ψυχές, σε ξένη χώρα, κάτι άλλαζε, γύρω από το νησί. Όμως κανείς μόνιμος κάτοικος, παιδιά, γυναίκες, και οι άνω των 57, άντρες, που μείνανε πίσω, εδώ, δεν αντιλήφτηκαν καν την αρχή ενός γεγονότος.

Ήταν σαν να είναι όλος ο πλανήτης, τούτο το νησί, που κάποιο είδους αντιπολεμικό φεγγάρι, επηρέαζε την κίνηση των κυμάτων. Σαν κάτι που ερχόταν όλο συχνότερα και στεκόταν, ταράσσοντας ισορροπίες. Τίποτα όμως, από πανίδα ή χλωρίδα, δεν έδειχνε σημάδια, αλλαγής ρυθμών. Ούτε και αργότερα.

Πλησιάζοντας το τέλος του μήνα Απρίλη, τα πρώτα δείγματα περίεργης συμπεριφοράς των κυμάτων, άρχισαν να εμφανίζονται, κάπου εκεί, στις τελευταίες στάλες φωτός, που βοηθούσαν τον κόσμο, να ολοκληρώσει κάθε απασχόληση. Όμως ο εσωτερικός πόνος, ιδιαίτερα τούτων των κατοίκων, έχει ήδη προσπεράσει κάθε ανοχή, στην τοπική αποχώρηση των αντρών, προς έναν χαζό πόλεμο. Κάπου εκεί, στη θωριά του ηλιοβασιλέματος, τα κύματα που έσκαγαν σε όλες τις εδώ παραλίες, άρχισαν να έχουν αντικρουόμενες τάσεις. Με κύριο χαρακτηριστικό να αρνούνται σταδιακά, με το πέρας των ημερών, να αγγίζουν την άμμο στις παραλίες. Καμία άλλη, αναταραχή, εντός ορίων της νήσου. Κανείς όμως άνθρωπος δεν είχε παρατηρήσει το παραμικρό. Η προσοχή τους τροφοδοτούσε το εσωτερικό άγχος περί τύχης των δικών τους.

Τα μαθήματα στα σχολεία, γίνονταν τυπικά, με ένα πνεύμα επιείκειας, στους βαθμούς των μαθητών.

Η ανοχή όμως, της Διεθνούς Κοινότητας, στον πόλεμο!

Με ακανόνιστο ρυθμό, μιλούσε η θάλασσα, γλείφοντας περιμετρικά τα παράλια του νησιού.

Όμως την τελευταία ημερομηνία, 30 Απρίλη, μεσημεριάζοντας, τα νερά γύρω από τη νήσο, άρχισαν να αποχωρούν για μερικά μέτρα, θορυβώντας τους κατοίκους –αφού μαθεύτηκε γρήγορα. Κανένα πλοίο της γραμμής, καΐκι, ή βαρύτερο πλεούμενο, δεν μπορούσε να δέσει σε κανένα, -επομένως- λιμάνι. Όμως, αρχικά, η είδηση δεν μεταφέρθηκε έξω από τούτο το μικρό κομμάτι, γης.

Ίσως περίμεναν να συμβεί ας πούμε, κάποιος σεισμός, ή ότι το φεγγάρι, δημιουργούσε τούτο το φαινόμενο. Προσωρινά.

Όχι.

Τα νερά υποχώρησαν κι άλλα μέτρα, προς τη θάλασσα.

Ένας ψαράς είπε: «σα να υποκλινόταν το υγρό στοιχείο. Άραγε γιατί, όμως».

Παρασκευή 2 Μαΐου.

Η γαλάζια, κυματοειδής επιφάνεια, επιμένει.

Αρνείται να πλησιάσει το νησί.

Μόνο τότε περνάει στο ψιλά των εφημερίδων, στην ηπειρωτική χώρα. Παρομοίως οι αναφορές για τα κασόνια με τους νεκρούς στρατιώτες, που επέστρεφαν, με πλοίο ή στρατιωτικά αεροπλάνα. Παρόλα αυτά, νέοι εθελοντές υπόγραφαν να φύγουν σε έναν εξωτερικό πόλεμο που αφορούσε υποτίθεται, ορισμένα Εθνικά συμφέροντα. Άραγε ποιου. Του Έθνους ή του ΝΑΤΟ.

Ο μικρός Αρτέμιος ανησυχούσε και για τον θείο του, αφού δεν έλαβαν ακόμα, νέα του. Ούτε η εφημερίδα στην οποία εκείνος εργαζόταν, γνώριζε τίποτα. Πίεσε τη μητέρα του, το παιδί, ώστε εκείνη να ενεργοποιηθεί, μήπως μάθουν από τον γηραιό διευθυντή.

Μάλιστα, την επέκρινε, το παιδί, πως δεν νοιαζόταν για τον αδελφό της, θυμίζοντας στην ενήλικη, πως ο θείος του είχε αναφέρει, πως το να νοιάζεσαι, είναι μια ευθύνη, για τους πραγματικά ήρεμους ανθρώπους.

Αν και τώρα, το παιδί, αρνείται να δικαιολογήσει τη στάση του συγγενή, να φύγει τόσο, θαρρείς, μακριά, για μια εμπόλεμη διαμάχη, που όπως ανέφερε στην Ουρανία: «δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί αφορούσε τον θείο. Γιατί κατετάγη εθελοντικά, θαρρείς πρόωρα. Αφού αισθανόταν ήδη, εκείνος, ή ήθελε να γίνει ανόητος. Όπως όλοι όσοι το παίζουν θεοί, αφαιρώντας ζωές».

Εκεί λοιπόν που οι τοπικοί, ως επαρχία, κάτοικοι, ενός τρελού Έθνους, προσπαθούσαν να ησυχάσουν το φόβο τους, αν θα επιστρέψουν οι δικοί τους, το νησί, η γη, εδώ, συζητούσε με τους ανθρώπους. Παρατεινόταν η διάρκεια φυγής της θάλασσας, γύρω γύρω. Οι περισσότεροι ανησυχούσαν. Σαν ένα επιπλέον χάος (που κανείς δεν ήταν ικανός να ελέγξει).

Κάποιοι είπαν, πως ίσως εκραγεί κάποιο υποθαλάσσιο ηφαίστειο, που δεν είχε ανακαλυφτεί. Μα όλοι, τον κορόιδεψαν. Πόσο πιο μικροί, έπρεπε να αισθανθούν, οι άνθρωποι εδώ. Αδύναμες προσωπικότητες, ανίκανοι να εννοήσουν τις παραξενιές του ωκεανού της Μεσογείου, πλάι τους.

Νέα σελίδα

«Το σπίτι μου, στον όροφο που ζούσα, ήταν μια φουσκάλα, κι’ ένα νήμα μόνο, σπάγκου, το συγκρατούσε με την Κοινωνία. Έτσι αισθανόμουν, επιστρέφοντας στη φουσκάλα, μετά τη δουλειά στην εφημερίδα.

Εδώ δεν σ’ αφήνουν να μάθεις τι συμβαίνει, πίσω στην Πατρίδα.

Μόνο οι εισερχόμενες, νέες μονάδες, με μια νέα ανάγκη για το ξεφόρτωμα πυρομαχικών, αφορούσαν το καθημερινό, πλέον, πρόγραμμα, αναγκαστικής συζήτησης εδώ. Αφού η προσοχή πρέπει να συγκεντρώνεται στην επίτευξη του στόχου, αν και ακόμα δεν κατάφερα να μάθω, τι είναι αυτά τα συμφέροντα που θίχτηκαν.

Μπορώ να πω, πως απόκτησα περισσότερους φίλους, εδώ, παρά πίσω, στην Κοινωνία που αδιαφορεί, ποιος περπατά στους πεζόδρομους, πλάι σου. Εδώ μιλάμε για την οικογένεια μας. Ενδιάμεσα του ελεύθερου χρόνου που έχουν οι άριστοι ιδίως, σκοπευτές, να σκοτώσουν κάθε αντιφρονούντα τοπικό πολίτη, που αρνείται να κάνει κουμάντο, άλλος, ξένος, στον τόπο του.

Όχι, δεν έχω σκοτώσει, μάνα, κανέναν, ακόμη. Μαθαίνω σκοποβολή ή ετοιμάζομαι, ως συνοδεία των άριστων. Όχι, δεν είναι παγεροί εκτελεστές. Απλά φοβούνται κι αυτοί. Γι’ αυτό σκοτώνουν. Ναι, φυσικά διεκπεραιώνουν εντολές, μα μάνα, εδώ λένε, πως το προσωπικό καλό, της συνέχισης της παρουσίας, του δυνατού μας, Έθνους, πρέπει να υπερνικά, όποιες αμφιβολίες.

Οι νεοσύλλεκτοι, γρήγορα αφομοιώνονται από τούτη την τακτική, άποψη, περί τοπικού πολέμου. Μάλιστα, μας φέρνουν τόνους βιβλίων, για να διαβάζουμε. Τρώμε καλά. Κάποιοι φίλοι, διασκεδάζουν με γυναίκες. Όπως ξέρεις, μάνα, πάντα σιχαινόμουν οτιδήποτε με ανάγκαζε η φύση να πράξω. Έτσι κι αλλιώς, για το τίποτα, αν κι εσύ, μάνα, διαισθανόσουν την αγάπη μου για ορισμένες γυναίκες, που με ήθελαν ως φίλο. Ως να χαθεί καθένας στον απρόσωπο βίο του.

Εδώ στο στρατόπεδο έμαθα τι σημαίνει κοινωνικότητα. Υγιής. Όσο κι αν, μάνα, σου φανεί περίεργο, αφύσικο, ή, τέλος πάντων. Όχι. Δεν έρχονται εφημερίδες εδώ. Όλο και περισσότερο, σας σκέπτομαι. Ιδίως την αδελφή μου, που περάσαμε μαζί, τόσο ευχάριστα, παιδικά χρόνια, μα σα ενηλικιώνεται κανείς, απορροφάται, στα έτσι κι αλλιώς. Μα εγώ, το μόνο που ήθελα, ήταν πρακτική αγάπη, συμπαράσταση. Εσύ εκεί μακριά, στο χωριό σου, ψηλά, στην ηπειρωτική χώρα, τι συλλογίζεσαι άραγε. Τις ώρες που απομακρύνεται το τελευταίο φως, σα λάμπα πετρελαίου ο ήλιος που σιγοσβήνει, σα σκεπή του σπιτιού, των βουνών, ο ουρανός. Των συγχωριανών σου, εκεί. Τόση ειρήνη, εκεί.

Ναι. Φοβάμαι πότε πότε. Στις περιπολίες.

Τουλάχιστον όμως, είμαστε φίλοι εδώ. Ρεαλιστικοί, φίλοι.

Εδώ δεν σε φοβούνται οι ομοεθνείς, γιατί έχεις δική σου προσωπικότητα.

Όπως η αποδοχή προς εμένα, του ανιψιού μου, και εγγονού σου, Αρτέμιου. Γεια σου, Μάνα».



ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ


Κυριακή, 4 Μαίου.

Ζωντανή, Εθνικής εμβέλειας, τηλεοπτική μετάδοση.

Παραλία. Στο νησί.

Έχει κατέβει σε βάρκα, ένα κασόνι, με το νεκρό σώμα ενός στρατιώτη.

Η βάρκα πλησιάζει ως το σημείο –έτσι όπως έχει υποχωρήσει η θάλασσα- ξεραίνοντας την άμμο –που φιλοξενούσε πριν μέρες, άραγε πόσες, ζωή. Στην άκρη, από τα ακίνητα θαρρείς, κύματα, περιμένουν οι δακρυσμένοι συγγενείς.

Το τηλεοπτικό συνεργείο μεταδίδει τη σκηνή (το ελικόπτερο της T.V. πιο πέρα, ήσυχο, στα πόδια του). Κατεβάζουν από τη βάρκα, το κασόνι.

Ο δημοσιογράφος, τώρα, θέλει να πάρει μια συνέντευξη από τους θεατές.

«Πείτε μας αλήθεια, τη γνώμη σας».

«Για τι;», διερωτάται το γηραιό άτομο, από το μαζεμένο πλήθος.

«Πως εξηγείτε αυτή την αποχώρηση της θάλασσας;».

«Δεν την εξηγώ», σταυρώνει τα χέρια, ο ντόπιος.

«Γιατί;».

«Δεν ξέρω. Ίσως, μας τιμωρεί το νησί».

«Σοβαρολογείτε;».

«Ρωτήστε την Κυβέρνηση».

«Σε τι αναφέρεστε;».

Ο ντόπιος δείχνει το κασόνι, που μεταφέρεται στους ώμους, άλλων γηραιών, προσώπων. Ορισμένες γυναίκες τολμούν να βοηθήσουν. Κλάματα. Συγκίνηση στους θεατές.

«Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;» επιμένει ο δημοσιογράφος. Ρωτά μια γυναίκα, τώρα.

«Ποιο απ’ όλα».

«Δεν νοιάζει το κοινό οι παραδόσεις του νησιού».

«Α ναι;». «Τι σας νοιάζει».

«Εσάς, δεν σας αφορά ο αποκλεισμός σας από τον έξω κόσμο;», ρωτά κουτά, το πρόσωπο με το μικρόφωνο στο χέρι.

«Λειτουργούμε κατ’ άλλα. Αφού άρπαξαν τους δικούς μας, μες απ’ τα χέρια μας».

-αδιαφορία του φακού, να εστιάσει, κι άλλο, στο τι συζητείται-

Σιωπή διάχυτη. Παντού.

Εκεί κι ο Αρτέμιος. Η Ουρανία. Ορισμένοι συμμαθητές. Γονείς, γιαγιάδες. Παππούδες.

«Ως πότε;», ακούγεται από κάποια στόματα.

«Κάτι κακό, θα μας βρει», μίλησε ένας παππούς. Μα χάθηκε κι αυτή η φωνή, υπό την αύρα ενός πολέμου, που ρημάζει ζωές, κατά γενική ομολογία, οργανωμένες.

«Ως πότε».

Κατεβασμένα κεφάλια.

Το ελικόπτερο φεύγει. Προς την ηπειρωτική χώρα.

Έβγαλε την υποχρέωση.

Μια πομπή από πεζούς, κινούνται παραλιακά. Εμπρός ο νεκρός. Συγγενείς. Υπόλοιπες στενάχωρες εκφράσεις. Απογοήτευση. Το μεσημέρι είναι πια, εδώ. Τελειώνει η λειτουργία, χάρη της μνήμης, προς τον στρατιώτη.

«Ως πότε».

«Μόνο νεκροί, θα γυρίζουν».

Τη νύχτα, ήδη, στα περισσότερα κατώφλια, φέγγουν κεριά, αναλόγως τον αριθμό των αντρών, ανά οικογένεια, που έφυγαν για τον πόλεμο.

«Την ώρα που κάποιοι σκοτώνουν και σκοτώνονται, εγώ ακούω τα κύματα, από το δωμάτιο μου. Παραμέρισαν πιθανόν, γιατί οι άνθρωποι όπως κρύβουν τις βρωμιές τους κάτω από την άκρη του χαλιού, έτσι πέταξαν την αδιαφορία τους. Να, φάνηκαν οι πρώτες λέξεις: σα πεταμένοι σπόροι, που όμως το αλατισμένο νερό, διατηρούσε ζωντανές, τις ατιμίες των ανθρώπων. Να: AIDS, παγκόσμια φτώχεια, φάρμακα για τους πλούσιους μόνο, Ζωντανοί μόνο, τους σφραγίσαν τα μάτια, με το μαντήλι της αποπλάνησης. Πως όλα βαίνουν καλώς. Το σώμα που γέννησε μια μάνα, να της το ρημάξουν, κομμάτια από σίδερο, σε σχήμα σφαίρας. Όλοι αυτοί, που προτιμούν το μηχανικό θόρυβο, και κάθε άλλο, τερατώδες άκουσμα, νέο και απόκοσμα ..μαγευτικό.

την ώρα που εγώ ακούω τα κύματα, έξω από το παράθυρο μου».

Τα κύματα

δεν είναι κύματα, πια.

Τρώνε σα σφουγγάρι, περιμετρικά της νήσου, τα ίχνη της αμμουδιάς που ακόμη διατηρούσαν υγρά. Αρχίζουν να εισχωρούν υπόγεια. Ξημερώματα Δευτέρας, 5 Μαΐου.

Σα να βρήκε ένα κενό, η θάλασσα, κι είπε να το γεμίσει.

Τα νερά αλέθουν το χώμα, μερικά μέτρα, κάτω από ολόκληρη την επιφάνεια του νησιού.

Τα νερά τώρα, με το πρώτο πρώτο, μόλις, φως, της ημέρας, αλλάζουν το νησί.

Το νησί, είναι μια μάζα. Το βάρος του, δεν αντιστέκεται στη θέληση του υγρού στοιχείου. Μια δύναμη, σαν άνωση, διατηρεί τούτο το κομμάτι γης, ατάραχο.

Όχι.

Το νησί σα κάτι ν’ αποφασίζει.

Το νησί κινείται!

Αργά αργά, πάει να συναντήσει φαίνεται, τα μεγάλα βάθη του ωκεανού της Μεσογείου.

Προς ποια πλευρά;

Κανένας σεισμός δεν δημιουργήθηκε.

Σα σαλιγκάρι, το νησί, που χρησιμοποιώντας τη λιπαρή του κοιλιά, αργά αργά, μετατοπίζει τη θέση του.

Αλλάζει θέση;

Προς τα πού;

Σα να πηγαίνει πιο γρήγορα, τώρα.

Άραγε γιατί;

Γιατί θέλει να σπάσει τις τελευταίες αλυσίδες, με τον πολιτισμένο… κόσμο.

Πάει, κόπηκε το καλώδιο που μεταφέρει ηλεκτρισμό, πάει και η υποστήριξη τηλεφώνων, συνδεδεμένα με την ηπειρωτική χώρα.

Συνέβησαν κι άλλα: τα λιμάνια –τσιμεντένιοι όγκοι ή ξύλινοι πάσαλοι, που κρατούσαν στη θέση τους, ελεύθερες επιφάνειες- τώρα πια, καταστράφηκαν εντελώς. Το νησί κατευθύνεται νότια! Διαλύει τα καΐκια ως τις άγκυρες τους –άδεια όλα από ανθρώπους. Από τούτη τη νότια πλευρά. Όλοι οι φάροι, γενικά, νεκρώνονται.

Ησυχία, όμως, στα σπίτια των κατοίκων.

Πολύ νωρίς το πρωί, μεγάλος ο πόνος για να ‘χουν όρεξη να σηκωθούν από τα κρεβάτια. Μόνο τα λουλούδια τώρα, μυρίζουν εντονότερα. Μια αύρα, δροσερού αέρα, μετατρέπει τη πρωινή παγωνιά, σε μια ανεκτή επικαιρότητα. Τέτοια ησυχία. Τέτοιο ταξίδι.

Γλιστρά το νησί.

Σα πλοίο στα κύματα.

Τα κύματα δεν εμποδίζουν τη πορεία της νήσου. Ναι, ακολουθούν και οι γλάροι. Ορισμένα δελφίνια. Η νήσος συναντά τα μεγάλα βάθη, μα δεν πτοείται. Διατηρεί, την ικανότητα της πλεύσης. Απλά τώρα, τα κύματα έχουν επιστρέψει, εκεί που έγλυφαν την άμμο στα παράλια, πριν την έναρξη του πολέμου.

Τι ωραία που μετακινείται. Γαλήνια.

Κάποιος πολύ πρωινός, σε ένα περίπατο, παρατήρησε τα κύματα, να ‘χουν επιστρέψει στην αρχική τους θέση-κατάσταση, κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. Μόνο όμως όταν κοίταξε βόρεια, όσο θα έπρεπε να φαίνεται, μακριά, ως χιλιομετρική απόσταση, η ηπειρωτική χώρα, παρατήρησε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Άρχισε να κάνει διάφορους υπολογισμούς.

Μήπως ένα φράγμα ομίχλης στην επιφάνεια της θάλασσας, του έκρυβε τα απέναντι παράλια.

Όχι.

Ο ουρανός είναι καθαρός σήμερα. Σα να ‘χει ανεβεί η θερμοκρασία.

Ένα πετρελαιοφόρο που ακολουθούσε ένα δρομολόγιο, κοντά στα Αφρικανικά, θαλάσσια σύνορα, συνέχισε την πορεία του, αν και του καπετάνιου, του φάνηκε, πως κάτι άλλαξε στον γενικό χάρτη της περιοχής, με όσα δεδομένα, του μετέδιδε το GPS. Μα δεν έδωσε σημασία.

Τώρα το νησί, σα να επιβραδύνει.

Σταματά για ελάχιστα δευτερόλεπτα.

Επιστρέφει;

Πάει. Μαθεύτηκε.

Θορυβημένοι οι κάτοικοι, κατεβαίνουν με κάθε μέσο, απ’ οποιοδήποτε σημείο της νήσου, στα παράλια. Δούλεψαν καλά, οι ασύρματοι. Κομμένο ηλεκτρικό και τηλέφωνα. Περίεργο όμως: οι πηγές από ψηλότερα, κοντά στις κορυφές των βουνών, συνέχιζαν να δίνουν νερό, τροφοδοτώντας τα ποτάμια και υδάτινα μονοπάτια.

Οι πρώτοι, πιο κοντινά στα παράλια, μόνιμοι κάτοικοι, παρατηρούν τώρα, τα διαλυμένα λιμάνια. Τα πλοιάρια και τις βάρκες που παρομοίως με τη νότια πλευρά, πλέον στο βορρά, ξεβράστηκαν, διαλυμένα.

Τι συμβαίνει;

-ο ήλιος συνεχίζει να σκαρφαλώνει στον ορίζοντα-

Τώρα το νησί, στριφογυρίζει, δεξιόστροφα!

Τι πάει να κάνει.

Καταστρέφονται όποια άλλα πλωτά μέσα, εξακολουθούσαν δεμένα με σκοινιά ή αλυσίδες, ανά σημεία σε παραλίες.

Κάποιοι σταυροκοπιούνται.

Η νήσος σταματά την αργή της σβούρα-διάθεση. Επιβραδύνει!

Όχι, όχι. «Στάσου», φώναξε ένας παππούς. Εμβρόντητοι όλοι.

Αλλάζει γωνία πλεύσης, βορειοδυτικά.

Με πιο αργό ρυθμό μετακίνησης, όμως, πλέον. Τόσο όσο να μη φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά. Πως τα πάντα είναι στη θέση τους.

Μια γιαγιά ανοίγει το ραδιοφωνάκι της, μήπως λένε κάτι στις ειδήσεις γι’ αυτό.

Όχι.

Μεσημέριασε.

Πηγαδάκια συζητήσεων, δημιουργούνται σε παραλιακά καφενεία, και κάθε άλλο χώρο, εργατικής επίσης, απασχόλησης.


«Μάνα βρέχει σήμερα. Το φαντάζεσαι;

Η άμμος που άλλοτε σήκωνε σκόνη, μουσκεύει τις στολές μας. Τα στρατιωτικά οχήματα. Μάνα, ευτυχώς ακόμη, κανένας φίλος μου εδώ, δεν πέθανε ακόμη, σε κάποια μάχη. Είναι κάτι παιδιά-ενήλικοι μόλις, στις αποθήκες πυρομαχικών, που μυρίζουν τις καινούριες σφαίρες, τα γυαλιστερά αυτόματα. Τελευταία, δεν μας αφήνουν ν’ ακούμε πολύ μουσική. Μάλλον, μας γεννάνε αναμνήσεις, θα φαντάζονται. Μας αποσπά φαίνεται, από το να συγκεντρωνόμαστε στην επίτευξη της ισορροπίας, των συμφερόντων του Έθνους, εδώ μακριά.

Είναι ένα παλικάρι, στη διπλανή μονάδα, που ζωγραφίζει πολύ ωραίες γελοιογραφίες. Μας κάνει να γελάμε».

Ο Αρτέμιος ψηλαφίζει τα παιδικά βιβλία, στη βιβλιοθήκη της πόλης του. Η μητέρα του, ακολουθεί. Να πιο πέρα η μικρή Ουρανία, έχει τη δική της μητρική, υποστήριξη.

-το νησί εξακολουθεί να ταξιδεύει-

«Τι σκέπτεσαι;».

Ενόσω ο Αρτέμιος ετοιμάζεται να απαντήσει στη φίλη του, οι μανάδες σα κάτι να συζητούν.

«Κάποτε τα παραμύθια, ήταν για τους ονειροπόλους».

«Θέλεις να πεις κάτι;».

«Το νησί φέρεται περίεργα, Ουρανία. Ταξιδεύει!».

«Ίσως το τάραξε κάτι», έχει μια νέα επιφοίτηση, η νεαρά.

Ο Αρτέμιος συνεχίζει τώρα να κοιτά τους τίτλους.

«Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο;».

«Όχι, δεσποινίς».

«Χο χο, χο, χο», να σ’ άκουγε η αδελφή μου.

«Χαίρομαι που έχεις κέφι», την επιπλήττει.

«Δεν έχω», γκρινιάζει αυτή.

Φύγανε και οι δύο μπαμπάδες, να κόψουν λουλούδια-ψυχές, από τον κήπο του Θεού.

«Το ξέρεις μάνα, πως οι άνθρωποι νευριάζουν, όταν ξεβολεύονται;

Γεννάνε παιδιά, γιατί πρέπει. Κι ύστερα τσακώνονται, γιατί το νέο λουλούδι, θέλει νερό και φως. Κι άντε τώρα να τρέχεις σε γιατρούς, μετά το μεροκάματο».

Τώρα

Το νησί κατευθύνεται αποκλειστικά, δυτικά.

Σα να ενημερώνονται τα Μ.Μ.Ε.

Όμως έχουν λάβει οδηγία, από τα αφεντικά τους, που ‘χουν αφεντικά, σε άλλες θέσεις, με άλλα αφεντικά, να μην αναφέρεται τίποτα στις ειδήσεις. (Κάτι σαν τις εμφανίσεις UFO, ή της ύπαρξης του κακού, ως αόρατος κόσμος, επιτιθέμενος στους σαρκικά και ψυχικά, ζώντες).

Μόνο κάτι post σε Blog –ως είδηση που διέρρευσε από πιλότους πολεμικών τζετ- άρχισαν να καταγράφουν το γεγονός. Αλήθεια με τι κότσια, να γίνει πιστευτό κάτι τέτοιο: Ένα νησί που απέκτησε εγκέφαλο θέλησης, φεύγοντας άραγε προς που;

Φεύγει;

Παίζει με τα νεύρα της Διεθνούς Κοινότητας;

Με φυσικούς νόμους.

Παίζει με τα νεύρα μας, ο νέος πόλεμος.

Παίζει;

Κανείς δεν αντιδρά.

Κασόνια επιστρέφουν στην ηπειρωτική χώρα, με κενά από ζωτικότητα, κουφάρια ανθρώπων. Πόσοι ως τώρα;

«Ως πότε».

Νύχτωσε.

Πάνε για ύπνο και οι τελευταίοι, περίεργοι παρατηρητές, κάτοικοι του νησιού-πλεούμενου! που σα να βαρέθηκαν με καμία αλλαγή στο όλο θέαμα, ανήμποροι να ελέγξουν ότι συμβαίνει. Όπως η προ πολλού, εντύπωση, πως έλεγχαν οτιδήποτε, τους συνέβαινε στα του βίου τους.

Κανείς νέος επισκέπτης στο νησί, να πάρουν μια τρίτη γνώμη. Ούτε καν η εμβέλεια των ασύρματων δεν έφτανε ως την ηπειρωτική χώρα.

Αποκλεισμένοι, αλήθεια!

Ο Αρτέμιος ονειρεύεται περίεργα:

Ηλιοβασίλεμα.

Κολυμπάει προς κάτι παραλιακά βράχια, μα όσο τον βγάζει προς τα εκεί, το δυνατό ρεύμα, σα να αλλάζει η σύσταση της θάλασσας. Πυκνώνει. Όχι σα ζελέ. Σαν υγρές τσουλήθρες, σα πτερύγια, ωθώντας το αγόρι, τώρα, μακριά από τον κίνδυνο.

-Αλλαγή-

απροσδιόριστη ώρα.

Κάθεται στην παραλία. Κάτι χουρμάδες πλησιάζουν από την θάλασσα. Βγάζουν πόδια. Αρχίζουν να ανεβαίνουν στην αμμουδιά.

Ένα από αυτά, σταματά εμπρός στο παιδί. Σα να γεννιέται ένα χέρι. Ίχνος από ανθρώπινης μορφής, στόμα.

Το στόμα αυτό, κάτι θέλει να πει:

«Είναι αργά τώρα, για να ζητάς συγνώμη».

Ο Αρτέμιος δεν καταλαβαίνει.

«Κάνετε τον ανήξερο», επιμένει εκείνο το πράγμα.

«Γιατί δεν έχεις μάτια;».

«Γιατί μου ‘παν, στρέψε το πρόσωπο σου αλλού».

«Που;» -νέα ερώτηση του αγοριού.

«Στο να σφάζεις με σύγχρονα μέσα».

«Αναφέρεσαι στον πόλεμο», παρατηρεί το παιδί.

«Γεμίζει το στόμα μου».

«Τι ακριβώς;» -όλο ρωτά το αγόρι.

«Η έγνοια να αφαιρείς ζωές».

«Μετενσαρκώθηκες;» -όλο ρωτά.

«Έχεις κέφι για αστεία!», αυστηρό το στόμα.

«Ποιος ήσουν;» -πάλι ρωτά.

«Ήμουν κουρέας. Γνώριζα τους πελάτες, με το μικρό τους όνομα».

«Είχες οικογένεια;» -Ρωτά, ρωτά.

«Ναι, είχα αυτό το δικαίωμα, κάποτε».

-παύση-

«Τι αγαπούσες πιο πολύ;». ‘Ω. ξανά ρωτά, ναι, ρώτα.

«Τα γλυκά».

«Που πάνε οι άλλοι;».

«Να φυτέψουν ελπίδα», απαντά το πράγμα.

-Αλλαγή σκηνικού-

κοιμάται.

Είναι μια φωνή, στο διπλανό δωμάτιο, που ζηλεύει. Κάτι μουρμουρίζει. Με κλειστά βλέφαρα –κοιμάται τώρα;- ακούει όσο μπορεί: «Αυτός είναι ο κόσμος τους; Σ’ αυτό, μου ζητούν να ανήκω; Να προσπαθώ να πείσω μια γυναίκα, να γίνει ταίρι μου, προικίζοντας την, όπως πεισμώνει αυτή. Γιατί πέρασε η μπογιά μου, και δεν αρέσω πια. Ο κόσμος τους! Μίσος, κακία, υποκρισία, μη συγχώρεση. Υποκρισία. Εκβιασμοί. Μίσος. Θυμός. Σε τι μου ζητούν να ανήκω;».

Κοιμάται ακόμα;

«Γι’ αυτό, μάνα, κι εγώ, που δεν μου άρεσε ποτέ, ν’ ανήκω στον πεθαμένο τους κόσμο, πάω στον πόλεμο. Τουλάχιστον εκεί, σταματά να υπάρχει αμέσως, ο εχθρός, που σου δημιουργεί προβλήματα».

Η φύση

δεν είχε ποτέ έγνοια, να κάνει συμμαχίες.

Η ειρήνη υπήρξε γι’ αυτή, τη πρώτη ημέρα, δημιουργίας της.

Τώρα στις μεγάλες πόλεις, τόσο νωρίς ξημερώματα, μυρίζει ακόμα, καυσαέριο. Ο ουρανός ήταν πάντα, μια απέραντη χωματερή.


Έχουν πυκνώσει

Οι πτήσεις των μαχητικών που τυχαίνει να πετάνε πάνω από το νησί που κινείται, κουβαλώντας στην κοιλιά τους, τα αεριωθούμενα, συσκευασμένο θάνατο (κάτι από την πολυτέλεια της ανθρώπινης εφευρητικότητας).

Ανάμεικτη η διάθεση στα τοπικά τυπογραφεία, πόσες σελίδες ν’ αφιερώσουν οι συντάκτες, και σε τι θέμα, στα περιορισμένα ωράρια, δουλεύοντας με γεννήτριες, εταιρείες και εταιρείες, γενικότερα. Όσο διαρκούν τα καύσιμα.

Τώρα το νησί αύξησε την ταχύτητα του, στρίβοντας υπό γωνία, 20 μοιρών, προς τα κάτω. Χαλώντας την οριζόντια πορεία.

Βιάζεται;

Κάποια ελικόπτερα με διακριτικά τηλεοπτικών σταθμών, άρχισαν να πετούν, καταγράφοντας επιτέλους, αυτό το κοσμοϊστορικό, γεγονός. Όμως, σε κάθε τους προσπάθεια να προσγειωθούν, δημιουργούνταν μια δίνη στον αέρα, που τρέλαινε τα όργανα στο πιλοτήριο. Κανείς δεν θα το διακινδύνευε περαιτέρω.

Ειδικοί επί ειδικών, σε ραδιόφωνο κυρίως, προσπαθούσαν να εξηγήσουν την αλλόκοτη συμπεριφορά της φύσης, όπως χαρακτήριζαν αυτό που συνέβαινε. Ακούς εκεί, πλεούμενο νησί! Κι αυτή του η τάση, να μην αφήνει κανέναν ξένο να πατήσει πόδι.

Στο σπίτι του Αρτέμιου:

«Απομακρυνόμαστε».

«Τι θέλεις να πεις;».

«Μακριά από τους δικούς μας, Μαμά!».

«Εσύ τα μαθήματα σου».

Παγώνει το αγόρι.

«Μην κρίνεις όσα αγνοείς, αφού όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο».

«Δεν σε είχα ικανή, να τα παρατάς».

«Επειδή προσπαθώ να κρατήσω, σώας τας φρένας;».

«Συγνώμη μαμά».

Γλυκαίνει το δικό της πρόσωπο.

«Το μεσημέρι θα μαζευτούμε στο γήπεδο ποδοσφαίρου».

«Γιατί αυτό;», αναρωτιέται το παιδί.

«Δεν μας είπαν ακόμα».

«Μετά ακολουθεί θυσία στο ηφαίστειο;», την πειράζει.

«Πολλά βιβλία διαβάζεις».

«Ναι, μαμά. Ο Θεός έδωσε και σ’ εμένα ένα ταλέντο. Συγνώμη».

Μετακινείται στο δωμάτιο του.

Κουλουριάζεται στο κρεβάτι.

Κρυώνει.

Λίγες ώρες μετά, ένα πολεμικό, μεταγωγικό, πλοίο, προερχόμενο από τον κυρίως ναύσταθμο, στα παράλια της ηπειρωτικής χώρας, θα προσπαθούσε να αποβιβάσει –κανείς δεν έμαθε τι- πάντως, δεν τα κατάφερε. Γιατί την ώρα που πλησίαζε στην αμμουδιά, ανοίγοντας τη δίφυλλη μπουκαπόρτα, το νησί, άλλαξε προσωρινά πορεία, τσακίζοντας το πλοίο –να, βυθίζεται. Αμέσως μετά, η νήσος, από την σκληρή της ενέργεια, συνέχισε κανονικά την πορεία της. Πιο γρήγορα από πριν!

Λίγες ώρες, το χώριζαν από τον πορθμό του Γιβλαρτάρ.

Μα θα περνούσε ανάμεσα;

Δεν χωράει καν!

Τι στο καλό….

«Πες μου, τα ανθρώπινα μάτια, συγκινούν τον Θεό;

Τον Θεό, τον έχουν για να φοβίζει, φαίνεται, όσους πάνε κόντρα στα σχέδια του ..θεού τους, να μη μένει τίποτα όρθιο, επί γης.

Πίνω τον καφέ μου. Έχω μετατεθεί προσωρινά, σ’ ένα γραφείο, γιατί είχαν ένα επείγον ζήτημα, κάποιον γραφιά ψάχνανε να περάσει στο Excel, κάτι αριθμούς. Μόνο αριθμούς. Ατελείωτες σειρές αριθμών. Αγνοώ τι συμβολίζουν. Πυρομαχικά. Πεθαμένους. Μίζες. Ημερομηνίες. Απλά στατιστικά. Αγνοώ παντελώς. Ο δεκανέας μας τρελάθηκε, θαρρώ. Δείχνει να τα ‘χει, χαμένα. Να πεις ότι γράφει κι αυτός, και το στυλό, έγινε το ίδιο του το μυαλό, όπως όλοι όσοι θέλουν να εκλείψει η νόηση.

Ποια νόηση αλήθεια, ενόσω ορισμένες καρέκλες, από την ασφάλεια τους, αποφασίζουν, που θα ‘ρθουν να πεθάνουν. Πόλεμος!

Τώρα δεν βγαίνει κανένα γράμμα, εκτός στρατοπέδου. Δεν ξέρω γιατί. Κάτι φοβούνται».

Ο θείος κολλά ακόμα ένα γράμμα, στον τοίχο, πάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού.

«Δεν είναι κανείς, μόνος, θείο.

Πιστεύω πως η Θεϊκή Πρόνοια, είναι η μόνη αληθινή παρηγοριά, σ’ αυτό τον κόσμο, που καθετί, ναι, συμβαίνει, για κάποιον λόγο. Απλά για να μας ανοίξει τα μάτια, θείο. Γιατί ναι, κακία υφίσταται, σε απέραντο βαθμό. Πλέον οι νεκροί ανά τον κόσμο, είναι όσο ο αριθμός των αστεριών. Κράτα. Κουράγιο θείο. Δεν είμαστε μόνοι. Ναι θείο, οι άνθρωποι τρελάθηκαν. Που ξέρεις, όμως, τι μπορεί να περιμένει τους λίγους ειρηνικά λογικούς. Κουράγιο, έ».

Ο Αρτέμιος κολλά στον τοίχο, πάνω από το έπιπλο-γραφείο του, το γράμμα.

«Να στο στείλω δεν μπορώ», μιλά. «Ζούμε σε τρελό κόσμο». «Νησί».

Αυτόματα, του γεννιέται η επόμενη φράση:

«Αλήθεια τι έχουν κάνει οι γυναίκες, για την ειρήνη;».

«Πως αισθάνεστε;», φώναξε μια φωνή, από το κέντρο του γηπέδου, της πόλης του Αρτέμιου. Γεμάτο το στάδιο, ασφυκτικά. Ακόμη και στα περισσότερα σημεία του πράσινου γκαζόν, όπου παλαιότερα έσφυζε από αντρική ανταγωνιστικότητα, παίζοντας μπάλα. Κάθε κυριακή.

(Αλήθεια περιμένει απάντηση;).

«Αυτό θα έπρεπε να συμβεί, πριν καλέσουν τους δικούς μας!», ακούστηκε μια νέα, ενήλικη, γυναικεία φωνή, κάπου κοντά στον οικοδεσπότη της εκδήλωσης.

«Πρέπει να μας εμπνέει, όμως», αποκρίνεται αυτός. Τα ηχεία ταράσσονται από τη βροντερή του, αλήθεια –να ‘ναι καλά, η γεννήτρια που βοηθά, παρέχοντας ρεύμα.

«Ως πότε θα έχουμε καύσιμα;», γκρινιάζει ένας παππούς, κι αμέσως τον πιάνει ένας ξερόβηχας. Τους τρομάζει. Μη τους μείνει στα χέρια.

«Βάστα παππού», ξεκαρδίζονται, μια παρέα από 17χρονα, αγόρια.

«Θα έρθει κι η ώρα σας», προσπαθεί να τα βάλει στη θέση τους, η πεθερά κάποιου στρατιώτη, που λείπει κι εκείνος, στο μέτωπο.

«Να προσέχεις πως θα κοιμάσαι», γελούν οι προηγούμενοι ταραξίες.

«Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ, μαμά;».

«Περίμενε, Αρτέμιε».

«Εμείς τουλάχιστον ας μείνουμε ενωμένοι», ακούγεται ο άντρας στο κέντρο του γηπέδου.

«Ξέρεις που πηγαίνουμε;», τον ρωτά κάποιος από τους θεατές. Κι ετούτος, ηλικιωμένος.

«Το νησί είναι ο άρχων, εδώ».

«Αλήθεια;», κοροϊδεύει μια νιόπαντρη.

«Ελάτε τώρα. Ας αφήσουμε τις κακιούλες». Ωπ, παραλίγο να του πέσει το μικρόφωνο. «Τα πάντα είναι ένα. Κανείς δεν είναι μόνος».

Ο Αρτέμιος μένει εμβρόντητος. Το ίδιο σκεπτόταν, πριν ελάχιστες ώρες.

«Τι σου είπαν οι παρατηρητές;», φωνάζει μια μεσήλικη (αναφέρεται σ’ αυτούς που κοιτούν από υψώματα, παρακολουθώντας την πορεία του νησιού).

«Ότι ξέρετε, ξέρουν», προσπαθεί να μείνει σοβαρός, μες την αμηχανία του, ο εκφωνητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: