Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008











Τίποτα δεν βρίσκεται μακριά,

Απ’ όσο χρειάζεται.

-Ως πότε-

δεν άντεξε η ηλικιωμένη.

Την πήρε ο ύπνος.

Πλήρη τώρα, ακινησία, σε αυτόν το σκοτεινό όγκο, που ταξιδεύει πάνω στη θάλασσα.

Γιατί κάτι πρέπει να κινείται, σε αυτή τη γη, που έχουν βαλτώσει, στουμπώσει, οι ανθρώπινες νοήσεις. Που μάθανε-συμφωνήσανε, να κλειδώνονται στα σπίτια τους, παρά να λένε όχι. ΝΑΙ, όμως: Συμφωνούν σε αυτό το ιδιαίτερο καθεστώς φυλακής, αισθανόμενοι ελεύθεροι, 3 μέρες, μες σε 2, 4, ή 4 χρόνια, αυτοφυλάκισης. Γιατί οι πατατοκέφαλοι, που συγγράφουν την ανθρώπινη ιστορία, είναι κρεατοφάγοι: τρώνε ανθρώπους.

Άκου πως δυνάμωσε ο αέρας.

Κάπου πολύ μακριά, πια, ακούγεται μια δυνατή έκρηξη.

Ανταλλάσσονται χειραψίες συγχαρητηρίων. Πλέον, τα πλοία μπορούν να εισέρχονται στην Μεσόγειο. Να, όπου να ‘ναι βάζουν μπρος, κι εκείνα που περίμεναν να βγουν στον Ατλαντικό.

Όσο για τις φρεγάτες που σκόπευαν να συνοδέψουν το νησί, διακόπτει την πορεία τους, η ξένη διαταγή, των άλλων πολεμικών πλοίων, που ‘χανε βγει από την ναυτική βάση, της Κρήτης.

Δες πως υπακούουν τα πρόβατα, που όμως ξέρουν να ξεκινάνε πολέμους, μακρύτερα, γιατί εκείνοι που πλήττονταν, δεν διέθεταν βαλλιστικούς πυραύλους.

Άκου πως δυνάμωσε ο άνεμος.

Ξημερώνοντας αργά αργά.

Άνεμε.

Από πού, εμφανίζεσαι, και γιατί κανείς δεν σε ελέγχει; Είσαι με τα καλά σου; Μόνο να σε εκμεταλλεύονται, γνωρίζουν. Το πιθανότερο για να σπρώχνεις τις φωτιές, να καίνε, τα πλέον ανυπεράσπιστα, στην ανθρώπινη τρέλα, δάση. Κει όπου το ενήλικο πουλί, είπε να κάμει οικογένεια. Με κλαδάκια και φυσικά υλικά, που μάζεψε από κάτω. Ο άνεμος που φυσά όπως οι άνθρωποι τη σκόνη πάνω από μια επιφάνεια. Ξαφνικά. Δυνατά. Επιμένοντας όμως, το αόρατο στοιχείο. Άκου πως φυσά. Τα μποφόρ εξακολουθούν. Μα στο βυθό της Μεσογείου, κάπου γύρω από την Κύπρο, που πολύ αχνά βλέπει μακριά, τη κινούμενη νήσο, να φεύγει, άχ ο βυθός: ειρηνικός όπως και να ‘χει. Σα τα adagio στην κλασσική μουσική. Φωτίζονται τα ειρηνικά βάθη, ολοένα. Άραγε γιατί κανείς δεν βλέπει τις φυσαλίδες οξυγόνου, που παράγουν τα υποθαλάσσια “φυτά”. Μόνο ο αέρας δεν έχει βάρος.

Άραγε πόσους τόνους ζυγίζει η κινούμενη νήσος.

Με πόσο χιούμορ, να χειριστεί κανείς, αλεσμένα μυαλά.

Με δάκτυλα σε κόκκινα κουμπάκια, πλήκτρα τηλεφώνων, με απόρρητα νούμερα, που δίνουν οδηγία, σε στουμπωμένα, κινούμενα οχήματα. Αν είναι δυνατόν, να περενοχλούν, ακόμη και ανήλικα, που λένε τη γνώμη τους σε τοπικές εφημερίδες. Γέμισε η γη με σωτήρες και συμβουλάτορες που ενημερώνουν. Ως πότε.

Αυτοί

το χαβά τους.

Συζητούν στο Κογκρέσο, πότε θα φύγουν τα στρατεύματα, από την νέα… υπό κατοχή, απελευθερωμένη… χώρα. Μα μόλις τώρα, ήμασταν εκεί, γκρινιάζει ο δικαστής. Πέντε χρόνια είναι αυτά, λέει ένας άλλος με αδιάφορη προσωπικότητα. Αν είναι δυνατόν ν’ αφήσουμε να τελειώσει το πετρέλαιο, φωνάζει ένας γαλονάς. Έ γι’ αυτό αφήσατε να εισβάλλει δίπλα ένας σύμμαχος σας. Έ, να μην έχουμε έξοδο στη θάλασσα; Ειρωνεύτηκε κάποιος. Κι όλοι οι σύμμαχοι, ιδιαίτερα οι δυνατοί, γέλασαν με την ..καρδιά.. τους.

(Ακούς τη κλασσική μουσική μες σ’ ετούτο το δυνατό, άνεμο;).

σα ένα τρυφερό χέρι, να σηκώνει το πρώτο, πρωινό, φως.

(Εκεί όπου σαπίζουν άταφα, τα σώματα των αμάχων):

«Δηλαδή εσύ πίστευες, πως θα κοιμόσουν τώρα;».

«Γιατί χρειάζεται αυτή η περιπολία, τόσο νωρίς;», ρωτά ο θείος, έναν φίλο, συμπολεμιστή…

«Για να είμαστε εδώ», αποκρίνεται ο συνάδελφος.

«Εσύ βγάζεις εύκολα τις τσίμπλες από τα μάτια».

«Κι εσύ ξυρίζεσαι όποτε σου λέει ο δεκανέας», διασκεδάζει ο απλός, επίσης, στρατιώτης.

«Ξεκινάμε», δίνει το σήμα ο δεκανέας, μετά τη προσωρινή διακοπή (της επέλασης).

«Λες να κάνει ζέστη, σήμερα;», -χαμόγελο που επιμένει.

«Έχεις όρεξη για αστεία», σα να θυμώνει ο θείος.

«Να μην ερχόσουνα» -(χαμογέλα εσύ). (Ως πότε).

«Μην ακούω συζητήσεις!», αυστηρός ο δεκανέας, που το είδε στρατηγός τάδε.

«Ωραίο πράγμα, Άνοιξη, να χάνουμε το χρόνο μας, εδώ», ψιθυρίζει ο γελωτοποιός.

«Όχι που σου άρεσε», λέει ο θείος. «Που είναι η δροσιά του νησιού», συμπληρώνει.

Στο είπα

πως τα πάντα, είναι ένα.

Δες, πως υπερφυσικά σχεδόν, μοιάζει να σχίζει τα νερά, το νησί.

(Ακούς τη κλασσική μουσική. Πως πηδά, τόνους).

Ο θείος θυμάται μια μπασκέτα, γέλια, βολές. Τον Αρτέμιο που γελούσε. Μια μικρή Ουρανία, 2 εναντίον ενός.

(Άραγε θα υπάρχει μπαλέτο, στον Παράδεισο;).

είναι μια είδηση που διαχέεται στα χωμάτινα στενά, στις περιπόλους, τους σκοπούς στα στρατόπεδα, εδώ χάμω.

ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ!

Θεέ μου, πόσο αναστατώνει αυτό, τους ομοεθνείς στρατιώτες της κινούμενης νήσου –που όμως κοιμούνται ήσυχα, σχεδόν παραδεισένια.

Νάτο.

Έρχεται. Πλησιάζει. Ελάχιστα μειώνει, ταχύτητα.

Κανενός εκεί πάνω, δεν ταράζονται, κυριακάτικα, τα όνειρα. Άραγε βλέπουν. Μήτε της ηλικιωμένης γαλαζομάτας.

Νάτο, σου λέω.

Παρατηρούν τώρα, τα παιδικά καπέλα, της νήσου, από μακριά ακόμη. Μες από τα στενά ακόμη. Τι στο καλό…

Η νήσος βρίσκει έναν φυσικό όρμο, και σαν κομμάτι πάζλ, που ανακαλύπτει το ταιριαστό του, κλειδώνει σ’ ετούτη τη παραλία, μιας νέας υπό κατοχή –συμφερόντων αλλοδαπών- χώρα.

Είναι ένα κύμα

Βλεμμάτων, που ρούφηξαν τη δροσιά των ανέμων, της νήσου.

Δες, πως αλλάζουν, τούτα τα στρατεύσιμα βλέμματα. Αλλάζουν σε παιδικούς ενθουσιασμούς. Να και ο πατέρας του Αρτέμιου, στα χακί, βρώμικα, ρούχα. Είναι ένα κύμα, απλών ανθρώπων, μόνο, που εγκαταλείπουν την ετοιμοπόλεμη φωτιά, των γεμάτων καλύκων. Φεύγουν. ΝΑΙ. Επιθυμούν να εγκαταλείψουν το ρόλο του επαγγελματία φονιά, εδώ κάτω.

Σα ν’ ακούγονται πουλιά, στο νησί.

Ή μήπως όχι.

Δες τους πως τρέχουν.

ΤΡΕΧΟΥΝ. Καλπάζουν ως εκείνη την παραλία, που τώρα κόλλησε πάνω της, ένα νέο κομμάτι γη. Καλπάζουν τα πόδια, επίσης, του θείου. «Να φύγω». «Να φύγω από εδώ!», και η φωνή του ακούγεται σα θέληση περιστεριού που τεστάρει την ικανότητα του, κουνώντας τα φτερά.

Πυροβολισμοί ακούγονται.

Σφαίρες σε πλάτες, πρώην μισθοφόρων.

Τρέχουν. Δεν τους σταματά τίποτα.

«Τα συμφέροντα, κύριοι».

Άγκυρες σηκώνονται. Συναγερμός στη ναυτική βάση της Κρήτης. Τα αφεντικά πλοία, ξεκινούν, προς νοτιοανατολικά.

Θεέ μου, πως τρέχουν!

Ξυπόλητοι, ελεύθεροι.

Τρέξτε.

Τρέξτε!!

ΤΡΕΞΤΕ.

(Γίνετε ελεύθεροι).

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.

Μια ήσυχη βοή, εκ μέρους της νήσου.

Όχι. Κοιμούνται ακόμη, κει πάνω, τα τοπικά δίποδα, με τα δέκα δάκτυλα.

Είναι κυριακή.

ΕΙΝΑΙ.

(Την ώρα που ο πολιτισμένος, ακούει κλασσική μουσική, κάποιος τρώει, σφαίρα).

Είναι ένα θολό, ημιφωτεινό, τοπίο, στο όνειρο που γεννιέται τώρα, στο ήσυχο, παιδικό κεφαλάκι, του Αρτέμιου:

Είναι κάποιοι ουρανοξύστες;

Όχι.

Είναι, παιδικά καπέλα; Κορμοί δέντρων που τα κινεί ένας δυνατός άνεμος; Ο άνεμος είναι η θέληση των ανθρώπων να ‘ναι ελεύθεροι; Να μυρίζουν το ζεστό φαγητό, όλοι, το δικαίωμα ν’ ακούς τη ψυχή σου.

Είναι ένα πλήθος ανθρώπων που επιστρέφουν από την έρημο.

Λείπει τώρα, το μουσείο με τα εκθέματα. Ήταν εχθρικό, έ;

Τα πόδια πατούν στο νησί. Κατά χιλιάδες, αφήνουν πίσω, διαταγές, πόλεμο τρελό, αλεσμένα μυαλά, βαθμοφόρων που πυροβολούν πισώπλατα.

Επιστρέφουν σε πάτριο έδαφος, οι στρατιώτες.

Έλα. Έλα.

Προλαβαίνεις κι εσύ.

Αποχωρεί ήσυχα ήσυχα, η νήσος.

Πάμε εκδρομή;

Ανακούφιση. Χαμόγελα.

Ειρήνη εδώ.

«Άντρας σημαίνει Ανώτερος. Να μην κοροϊδεύει κανένα. Να μην πολεμά κανέναν», σημειώνει ο θείος, στην αμμουδιά της νήσου που επιστρέφει –όταν φτάσει- στη γνωστή του θέση στο χάρτη.

Σε ποιο σύμπαν να πάνε να ξυπνήσουν οι κοιμισμένοι ντόπιοι.

Σε ποιο όνειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: